Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Ο προφητικός λόγος του "Προφήτη"


                                                                                  Της Ακακίας Κορδόση*

            Όταν περπατούσα  κάτω απ’ τους  άνθινους  θόλους  των είκοσι χρόνων (μην  προλαβαίνοντας – όπως κι όλοι –  να υποψιαστώ  πως θα ήταν  οι μοναδικοί  και  πόσο  γρήγορα  θα τους έχανα), είχα διαβάσει  ένα βιβλίο  που με είχε συγκινήσει βαθειά και – γι’ αυτό – ποτέ δεν ξέχασα :
            Ήταν ο «Προφήτης» του Χαλίλ  Γκιμπράν. 


            Ο «Προφήτης» ήταν – είναι –  ένα ποιητικό  πεζό,  ή ένα ποίημα χωρίς στίχους, ένα απόσταγμα  σοφίας και υπερβατικής αποκάλυψης. Κάτι  ανάμεσα  στην Επί του Όρους Ομιλία  και τη Γυναίκα  της Ζάκυνθος. 

 
              (Διάβασα  κάποτε – πολλά  χρόνια  αργότερα –, πως  το βιβλίο αυτό  το είχε πάντα  δίπλα  στο  προσκέφαλό της η Μαίρυλιν Μονρόε, το  σύμβολο της  ηδυπάθειας και της αθωότητας – σε μια  εποχή  ερασιτεχνικά  πονηρή,  σε σύγκριση  με τη δική μας. Ας είναι. Η ζωή  είναι  ανεξήγητη κι οι άνθρωποι το ίδιο).

 
            Τα λόγια  που μ’ είχαν  εντυπωσιάσει  λοιπόν πιο πολύ  και μ’ έχουν  ακολουθήσει  είναι αυτά  που λέει ο Προφήτης  στους γονείς,  όταν του φέρνουν  τα παιδιά τους.
 Αντιγράφω :
            «Τα παιδιά σας δεν είναι δικά σας  παιδιά.
            Είναι  οι γιοι  και οι θυγατέρες του καλέσματος της Ζωής  σ’ αυτή  την ίδια τη  Ζωή.
            Έρχονται δια μέσου  σας κι όχι  από σας.
            Και  παρόλο  που είναι μαζί σας,  δεν ανήκουν σε σας.
            Μπορείτε να τους  δώσετε  την αγάπη σας,  όχι όμως και τη σκέψη σας.
            Γιατί αυτά έχουν  τις δικές τους σκέψεις.
            Μπορείτε  να φιλοξενείτε  τα σώματά τους,  όχι όμως  και τις ψυχές τους.
            Γιατί  οι ψυχές τους κατοικούν  στο σπίτι του αύριο,  που εσείς  δεν θα μπορέσετε  να επισκεφθείτε  ούτε κάν  στα όνειρά σας.
             Μπορείτε  να προσπαθήσετε  να γίνετε σαν αυτά, μη δοκιμάσετε  όμως  να τα κάνετε  σαν εσάς.
            Γιατί η ζωή  δεν πάει προς  τα πίσω,  ούτε  καθυστερεί με το χθες…». 


          Αν  και τα παιδιά  ήταν  τότε  ένα θέμα  που δεν  έλεγε  τίποτε  σε μένα,  που ήμουνα  ακόμη η ίδια  σχεδόν  παιδί,  η αλήθεια  αυτού  του κειμένου  με  διαπέρασε. Ήταν μια αλήθεια  βαθειά,  φτασμένη  βέβαια – ποιητική  αδεία –  ως την  υπερβολή.  Γιατί το  «σπίτι  του αύριο»  δεν είχε – τότε –  κλειδωμένες πόρτες. Μπορούσες  λίγο να τις  έσπρωχνες και να έριχνες μέσα  μια ματιά και άρα να έπαιρνες μια ιδέα. 

 
            Ποτέ όμως δεν φανταζόμουνα  πως η  ποιητική αυτή προφητεία θα γινόταν  μια μέρα – και τόσο γρήγορα –πραγματικότητα. Πως οι πόρτες  που θα χώριζαν  τα δυο σπίτια,  το σπίτι του τότε,  όπου ζούσαν αυτοί  που σκέφτονταν  με το δικό τους μυαλό κι είχαν για κέντρο  του κόσμου τον άνθρωπο και το τεράστιο σπίτι του αύριο (δηλαδή  του τώρα),  όπου οι άνθρωποι σκέφτονται, θυμούνται κι ενεργούν  μέσω των  υπολογιστών,  θα είχε  για τους  μεγαλύτερους, για τους  γονείς,  για τους αδαείς περί την πληροφορικήν, για τους μη  προλαβόντες  να μάθουν,  γι’ αυτούς που έχουν  συνηθίσει  στο λογισμό μα αγνοούν  τη λογισμική,  πόρτες  επτασφράγιστες. Όχι γιατί  υπάρχει  το «χάσμα  γενεών»  που υπήρχε πάντοτε, αλλά γιατί δεν έχουμε τα  κλειδιά,  δεν ξέρουμε  τους κώδικες, αγνοούμε  τον συνδυασμό, δεν ξέρουμε  τη γλώσσα στην οποία  ν’  αρθρώσουμε  τη μαγική  έκφραση «άνοιξε σησάμι»,  ώστε να  πλησιάσουμε,  έστω,  τον νέο αυτό πληροφοριακό και εικονικό κόσμο των παιδιών μας. 


            Όση αγάπη  κι αν τους  έχουμε,  όσοι  κατανόηση  κι αν διαθέτουμε, όση προσπάθεια κι αν κάνουμε για να υπερβούμε  τον εαυτό μας, δεν θα μπορέσουμε ποτέ, σαν τη μάνα στο ομώνυμο αριστούργημα  του Γκόρκυ, ν’ αγκαλιάσουμε  τα όνειρά τους  και να  τους βοηθήσουμε.
            «Ούτε καν στα όνειρά μας»,  όπως  λέει  ο Προφήτης του Γκιμπράν.
            Όμως τα  δικά τους όνειρα είναι όνειρα,  ή  μαυλιστικοί κρυφοί εφιάλτες ;
            Διάβασα πρόσφατα  ένα σχόλιο  του αμερικανού  συγγραφέα  Ντέϊβαντ  Ουάλας που επισημαίνει  μια απ’  τις σκοτεινές  πλευρές  αυτού  του «ονείρου» :
            «Ας μη γελιόμαστε. Το  Internet  δεν είναι  τίποτε περισσότερο  από μια χιονοστιβάδα  πληροφοριών, ένα πρωτόγονο  laissez faire,  χωρίς ηθικά κριτήρια. Βομβαρδίζει τον καταναλωτή με ελκυστικές προσφορές, χωρίς να τον βοηθά  να επιλέξει την ώρα  της απόφασης. Η άνθηση  τού “τελεία κόμμα”  είναι το απόσταγμα  της  καπιταλιστικής ηθικής».
            Ο γιός μου, που ζει απ’ τα δέκα του χρόνια μέσα  σ’ αυτόν  τον άχρονο, άχρωμο κι άοσμο  κόσμο των υπολογιστών, μου  λέει πως  δεν συμπαθώ  τις μηχανές,  πως είμαι  προκατειλημμένη.
            Μπορεί να ’ναι  κι έτσι.
            Μιλάω πάντα  όπως αισθάνομαι,  και, όπως  έλεγε  κι ο   Φελλίνι,  «διεκδικώ  το δικαίωμα να κάνω λάθος».

*Από την πνευματική παρακαταθήκη της πεζογράφου Α.Κ