Της Ακακίας Κορδόση*
Προτομή από γύψο του Αθανασίου Ραζή - Κότσικα
(Έργο του Βασίλη Παπασάικα από τις συλλογές της "Διεξόδου")
Εδώ και μερικά χρόνια, η Μάρω Βαμβουνάκη, μιλώντας για το «Διπλό ταξίδι» μου, είχε πει ότι είμαι πάντα με το μέρος των αδικημένων· κι αυτό είναι αλήθεια. Τίποτε δεν με κάνει ν’ αγανακτώ όσο η αδικία και τίποτα δεν με κάνει να συγκινούμαι – μέχρι δακρύων – όσο οι αδικημένοι. Το παράπονο με συγκινεί πιο πολύ κι απ’ τον πόνο.
Το σκέφτομαι αυτό τις τελευταίες μέρες (ξανα)διαβάζοντας ένα βιβλίο για τον Θανάση – Ραζηκότσικα, τον πιο αγνό ήρωα της Επανάστασης, που η Ιστορία τον άφησε στη σκιά.
Το βιβλίο αυτό είναι για μας διπλά ιερό.
Πρώτα γιατί μας το χάρισε – και άρα μας το εμπιστεύτηκε για πάντα, μαζί με τα όπλα του ήρωα, τον σφραγιδόλιθό του, κι άλλα οικογενειακά κειμήλια – η τελευταία εν ζωή απ’ τους απογόνους, κυρία Μαρία Περικλή Ραζη-Κότσικα, και δεύτερον – και κυριότερο – γιατί, πάνω στα έτοιμα σχεδόν να διαλυθούν απ’ το χρόνο και τη χρήση φύλλα του, είναι χαραγμένη όλη η πίκρα και το παράπονο της οικογένειας για τον παραμερισμό και την αδικία. Κάποιος δηλαδή απ’ την οικογένεια – ή και κάποιοι διαδοχικά, μια και στην Έξοδο πολέμησαν όλα τ’ αδέρφια Ραζη-Κότσικα και δύο απ’ αυτά σκοτώθηκαν – έχει υπογραμμίσει με μολύβι κόκκινο, σ’ όλες σχεδόν τις σελίδες, τις φράσεις που αναφέρονται στα κατορθώματα του μεγάλου ήρωα, κατορθώματα που δεν αναφέρει η επίσημη Ιστορία, ή που εξηγούν τους λόγους αυτής της αποσιώπησης.
Πρώτα γιατί μας το χάρισε – και άρα μας το εμπιστεύτηκε για πάντα, μαζί με τα όπλα του ήρωα, τον σφραγιδόλιθό του, κι άλλα οικογενειακά κειμήλια – η τελευταία εν ζωή απ’ τους απογόνους, κυρία Μαρία Περικλή Ραζη-Κότσικα, και δεύτερον – και κυριότερο – γιατί, πάνω στα έτοιμα σχεδόν να διαλυθούν απ’ το χρόνο και τη χρήση φύλλα του, είναι χαραγμένη όλη η πίκρα και το παράπονο της οικογένειας για τον παραμερισμό και την αδικία. Κάποιος δηλαδή απ’ την οικογένεια – ή και κάποιοι διαδοχικά, μια και στην Έξοδο πολέμησαν όλα τ’ αδέρφια Ραζη-Κότσικα και δύο απ’ αυτά σκοτώθηκαν – έχει υπογραμμίσει με μολύβι κόκκινο, σ’ όλες σχεδόν τις σελίδες, τις φράσεις που αναφέρονται στα κατορθώματα του μεγάλου ήρωα, κατορθώματα που δεν αναφέρει η επίσημη Ιστορία, ή που εξηγούν τους λόγους αυτής της αποσιώπησης.
Μία απ’ τις επισημάνσεις αυτές είναι πως, ενώ η εξιστόρηση όλων των μεγάλων γεγονότων της Επανάστασης είχε βασιστεί σε μαρτυρίες των «εντοπίων» του κάθε χώρου όπου έγιναν οι διάφορες μάχες, για τα φοβερά γεγονότα του Μεσολογγίου δεν έγινε κάτι τέτοιο. Κι αυτό γιατί ο εκλεκτός ιστορικός και πολιτικός και λόγιος και ποιητής Σπυρίδων Τρικούπης που κατέγραψε τα γεγονότα, στην πρώτη έκδοση της Ιστορίας του – που σ’ αυτό το σημείο παρέλειψε να διορθώσει στη δεύτερη –, φαίνεται να παρασύρθηκε από πληροφορίες του μεγαλόσχημου – κι αυτού – «γυναικαδέλφου» του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, που έλεγε τους Μεσολογγίτες «ξεφτελισμένο κόσμο» και τον Θανάση Ραζη-Κότσικα «ταραξία».
Ας δούμε αλήθεια ποιος ήταν και τι έκανε για το Μεσολόγγι, για την Ελλάδα και συνεπακόλουθα για τον κόσμο ο «ταραξίας» αυτός.
Όπως ξέρουμε – μα δυστυχώς η υπόλοιπη Ελλάδα δεν ξέρει – ο Θανάσης Ραζη-Κότσικας ήταν αρχηγός των Μεσολογγιτών. Εκλεγμένος απ’ τον λαό (που μόνο στο κάλεσμά του μαζευόταν και μετά από κάθε μάχη διαλυόταν) και όχι από κάποια φατρία απ’ αυτές που σπαράσσονταν μεταξύ τους στο Ναύπλιο.
Ανήκε σε οικογένεια πλούσια που έδωσε – εκτός απ’ το αίμα της – πολλά χρήματα (για την κατασκευή του τείχους, για πληρωμή των εργατών και για την – τόσο δύσκολη – τροφοδότηση της πόλης) και δεν στόχεψε σε κανένα προσωπικό όφελος – όπως έκαναν αρκετοί άλλοι.
Ήταν μορφωμένος και ευγενής και, παρ’ όλο που πρωτοστάτησε στον αγώνα της πόλης από πολύ νέος (23 χρόνων), ενέπνεε σ’ όλους μεγάλο σεβασμό. (Απόδειξη ότι, ενώ σ’ όλα τα κείμενα της εποχής – γραπτές αφηγήσεις ή γράμματα – όλοι οι οπλαρχηγοί αναφέρονται απλώς με τα ονόματά τους, στο όνομα το δικό του υπάρχει πάντα μπροστά η λέξη Κύριος).
Προσωπογραφία του Αθανσίου Ραζή - Κότσικα
(Έργο του Γιάννη Ψυχοπαίδη από τις Συλλογές της "Διεξόδου")
Δεν έλειψε στιγμή απ’ το πολιορκημένο Μεσολόγγι, ούτε καν για να πάει στο Ναύπλιο με τις επιτροπές για αίτηση βοήθειας, γιατί είχε πάντα αγωνία για την πόλη, όπου και πολέμησε σ’ όλες τις μάχες.
Ο ηρωισμός του ήταν καθαρός και ανόθευτος και δεν έκανε ποτέ πράξη όπου να χωράει σκιά προδοσίας ή που να ζημιώνει τον αγώνα – όπως δυστυχώς έκαναν πολλοί άλλοι, σπουδαίοι ωστόσο, οπλαρχηγοί.
Ήταν απ’ τους ελάχιστους αγωνιστές που δεν ήταν επαγγελματίες στρατιωτικοί. Τα μόνα του εφόδια γι’ αυτόν τον άνισο αγώνα ήταν τα νιάτα του, η ανδρεία του και η αγάπη του για την πόλη. (Γι’ αυτή την τελευταία και οι συμπατριώτες του τον εξέλεξαν για αρχηγό τους).
Όμως η ανιδιοτέλειά του δεν εκτιμήθηκε όσο θάπρεπε και η ανδρεία του δεν εντυπωσίασε τον Μαυροκορδάτο, που είχε σε εκτίμηση μόνο τους επαγγελματίες στρατιωτικούς, με τους οποίους ονειρευόταν να συγκροτήσει προσωπική φρουρά. Όσο για τη μόρφωσή του, αυτή δεν άρεσε στον φαναριώτη ηγεμόνα, γιατί ένας μορφωμένος άνθρωπος έχει δική του άποψη – όπως φάνηκε και στην πρώτη πολιορκία, όπου ο Ραζη-Κότσικας επέμενε να γίνει η σύγκρουση με τους Τούρκους στο Μεσολόγγι.
Κι έτσι, ο ψηφισμένος απ’ τον λαό αρχηγός των μεσολογγιτών δεν αξιώθηκε παρά λίγο πριν τον θάνατό του τον βαθμό του στρατηγού – βαθμό που δινόταν αφειδώς απ’ τη διοίκηση και στους πιο ασήμαντους οπλαρχηγούς – παρ’ όλο που πατριώτες του και ξένοι οπλαρχηγοί έκαναν σ’ αυτή αλλεπάλληλες εκκλήσεις για το θέμα αυτό.
Κι όπως, ήρθαν τα πράγματα, κι όπως θόλωσε ο ηγεμόνας τα νερά, δεν βγήκε πουθενά και δεν τονίστηκε – το εμφανές – συμπέρασμα πως, αν δεν υπήρχε ο Ραζη-Κότσικας να επιμείνει για το Μεσολόγγι, δεν θα εμποδίζονταν οι Τούρκοι επί τέσσερα χρόνια, δεν θα υπήρχε Έξοδος, δεν θα υπήρχε Ναυαρίνο, δεν θα υπήρχε τίποτε. Γιατί ο Μαυροκορδάτος, γυρίζοντας απ’ την ήττα του Πέτα, δεν είχε σκοπό να παραμείνει στο Μεσολόγγι, όπου εύρισκε «μωρό και ανόητο» το σχέδιο των κατοίκων για οχύρωσή του. Ήθελε, αν προέκυπτε μάχη, να γινόταν στο Ξηρόμερο, και αυτός, σε κάθε περίπτωση, να περάσει στην Πελοπόννησο. Οι μεσολογγίτες όμως, για πολλούς στρατηγικούς και πρακτικούς λόγους, επέμεναν να γίνει στην πόλη τους. Και έτσι προήλθε η πρώτη – και μοιραία για τον αρχηγό τους – ρήξη των μεσολογγιτών με τον Μαυροκορδάτο. Και ο τελευταίος, που η απρόοπτη εξέλιξη των γεγονότων τον ανάγκασε να καταφύγει στην οχυρωμένη πόλη και να παραμείνει για λίγο, αναβάλλοντας την κάθοδό του στην Πελοπόννησο, σφετερίστηκε και καρπώθηκε τη δόξα της πρώτης πολιορκίας.
Έτσι γράφτηκε η Ιστορία κι ο πιο γενναίος, ο πιο έντιμος, ο πιο αγνός ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, αυτό το εικοσιοχτάχρονο παλικάρι που χάθηκε προσπαθώντας να προστατεύσει τη φοβερή ώρα της Εξόδου τα γυναικόπαιδα, έμεινε στην αφάνεια.
Μα ο λαός που ήξερε την αλήθεια δεν τον ξέχασε και η δημοτική μας ποίηση θρηνεί για πάντα τον χαμό του :
«Παιδιά, μας λείπει ο Κότσικας, μας λείπει ο αρχηγός μας».
Τον ακούει όμως άραγε κανείς τον λαό, ή η Ιστορία γράφεται απ’ τους ισχυρούς;
*Από την πνευματική παρακαταθήκη της πεζογράφου Ακακίας Κορδόση για το Μεσολόγγι