Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Παραστάσεις Πολιτισμού

Του Πάσχου Μανδραβέλη*


Από πού ξεπήδησαν τόσα πατροπαράδοτα έθιμα; Κάθε  Χριστούγεννα, Πάσχα και  Απόκριες η  μικρή μας οθόνη  γεμίζει φωτιές, καβαλάρηδες, και σκιάχτρα που προσδιορίζουν  τις ρίζες  τους συνήθως  στην  αρχαία Ελλάδα και συνηθέστερα  στην τουρκοκρατία. Όλη η Ελλάδα μοιάζει  να ανακάλυψε  ξαφνικά  το νήμα της  παράδοσης  που είχε σβήσει χρόνια τώρα. Έθιμα τα οποία  οι Νεοέλληνες  έκρυβαν  επιμελώς τη δεκαετία του ’60,  χλεύαζαν  τη δεκαετία  του  ’70,  άρχισαν  να θυμούνται  τη δεκαετία του ’80, έγιναν  «must» τα τελευταία χρόνια.  Κάθε πόλη  και ένα (τουλάχιστον)  έθιμο,  κάθε χωριό και ένα (τουλάχιστον) πανηγύρι. 


          Γιατί  όμως αυτή  η ανάσταση  της παράδοσης ; Πως ξαφνικά οι χιλιάδες  πολιτιστικοί σύλλογοι με τη βοήθεια  των εκατοντάδων  δήμων ένιωσαν  την ανάγκη να  αναβιώσουν  ένα τουλάχιστον έθιμο  της περιοχής τους ; Το πιθανότερο  είναι ότι  οφείλεται  σε ένα  συγκεχυμένο μοντέλο ανάπτυξης που έχουν  κατά νου  οι ιθύνοντες  κάθε περιοχής. Τουρισμός  είναι το όραμα  και παραστάσεις  πολιτισμού το όχημα. Είναι  φθηνή  σχετικά επένδυση για ένα δήμο να  χρηματοδοτήσει με μερικές χιλιάδες  ευρώ κάποιο πολιτιστικό σύλλογο για την  αναβίωση ενός εθίμου, στοχεύοντας  στην προσέλκυση – ιθαγενών κυρίως –   τουριστών. Μεσολαβητές  στην προσπάθεια  είναι οι κατά τόπους  ανταποκριτές  των καναλιών  που αυτές  τις μέρες  κατακλύζονται  από προτάσεις  να καλύψουν  τηλεοπτικά έθιμα που «έλκουν  τις ρίζες τους  στην αρχαία Ελλάδα» ή άντε  στο Βυζάντιο. Η ένδεια  εγχώριων  ειδήσεων  τις γιορτινές μέρες  αυξάνει τις  πιθανότητες  πανελλήνιας  τηλεοπτικής  προβολής  του  εθίμου  και οι  δήμαρχοι  με τους  υπεύθυνους  των πολιτιστικών  συλλόγων  νιώθουν  πως εκπλήρωσαν  το  πολιτιστικό (και διαφημιστικό)  καθήκον  για την περιοχή  τους. 

          Καλές κι άγιες  είναι αυτές  οι παραστάσεις πολιτισμού,  αρκεί  να μην  τις  μπερδεύουμε  με τον πολιτισμό. Τα έθιμα  που αναβιώνουν  ήταν  κάποτε δεμένα  με την καθημερινότητα  των ανθρώπων. Τώρα δεν είναι  παρά απόηχος ενός  κόσμου  που έφυγε  ανεπιστρεπτί. Είναι καλό να υπάρχουν  αρκεί  να μην περιοριζόμαστε  σ’ αυτά. Ο πολιτισμός  μιας περιοχής  δεν ορίζεται  από το πόσα  νεκρά έθιμα  θυμόμαστε,  αλλά από  την ζωντανή  καθημερινότητα  των ανθρώπων,  από το περιβάλλον, από την αισθητική των  οικισμών, από την πληρότητα  και την αγαλλίαση  που νιώθει  κανείς σ’ έναν  τόπο.  Για τα τελευταία οι δημοτικοί  άρχοντες, οι πολιτιστικοί σύλλογοι και οι τοπικές κοινωνίες έχουν  πολλά ακόμη  να κάνουν….

 Π. Μ είναι συγγραφέας-δημοσιογράφος