Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΣΙΜΑΣ - Το Πρώτο Σκαλί


Της  Ακακίας  Κορδόση*
«Μα  εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα
για τους ποιητές άδοξοι πούναι»
            Οι  δύο αυτοί  στίχοι  απ’ το  ποίημα  του Καρυωτάκη «Μπαλάντα στους  ποιητές των αιώνων» μου φέρνουν στο μυαλό – ανάμεσα σε πολλές άλλες – και την περίπτωση ενός πρόωρα  χαμένου  ανθρώπου που δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε – και ίσως ενός πρόωρα χαμένου  καλού ποιητή (τουλάχιστον απ’ ό,τι δείχνουν τα ποιήματά του, στη σύντομη ζωή του, πρόλαβε να γράψει) : Του Γιάννη  Καρασίμα. 

 
            Ο Γιάννης Καρασίμας γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1931 και χάθηκε στα εικοσιδύο  χρόνια του, μετά από μακροχρόνια αρρώστια. Όταν εμείς  αρχίζαμε  να συνειδητοποιούμε  τον κόσμο,  υπήρχε στην πόλη  ένας σβησμένος απόηχος μιας – μικρής  άλλωστε  σε έκταση – φήμης του. Κάποιοι που τον είχαν γνωρίσει  έλεγαν  πως ήταν  μια γνήσια  ποιητική  φλέβα,  μερικοί τον παρομοίαζαν  με τον Παλαμά- ίσως γιατί μόνο  τον Παλαμά ήξεραν. Η αδερφή του, κυρία Χριστίνα  Αραχωβίτη, που είχα ρωτήσει  και που κρατούσε  στην ψυχή της απείραχτα  την ανάμνηση  και τα ποιήματά του, μου είπε  πως τον εκτιμούσε  πολύ  κι ο Λυμπεράκης και  πως τον παρομοίαζε  κι αυτός με κάποιον  ποιητή – δεν θυμότανε  να μου πει το όνομα. Φαντάζομαι  όχι  με τον Παλαμά.
            Το πώς,  στ’ άσπιλα για μας εκείνα  χρόνια του ’50, τη στιγμή  που η Ελλάδα ετοιμαζόταν να «γιορτάσει» τα δέκα χρόνια απ’ το θάνατο του  «μεγάλου» Παλαμά, ένας νεαρός ποιητής ζούσε – και δημιουργούσε – στο Μεσολόγγι  δεν πρέπει  να  μας εκπλήσσει  καθόλου. Το έχουμε  πει κι  άλλοτε : στο Μεσολόγγι  η ποίηση  ενδημεί. Δεν έλειψαν ποτέ  οι ποιητές. Οι αληθινοί. Όχι αυτοί  που δηλώνουν ποιητές, αλλά εκείνοι  που πραγματικά  είναι – και αμφιβάλλουν  μάλιστα καμιά φορά αν  είναι άξιοι  γι’ αυτόν τον βαρύ τίτλο. Εκείνοι που, σαν τον  νεαρό Ευμένη του Καβάφη, βλέπουν  πως είναι  «υψηλή  της ποιήσεως  ή σκάλα»  και πως αυτοί βρίσκονται  «στο πρώτο σκαλί».
            Πολλοί μπορεί και να νάναι ποιητές χωρίς  να το συνειδητοποιούν,  όπως ίσως ήταν και ο Γιάννης  Καρασίμας,  που κλεισμένος  μέσα  στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του και της αρρώστιας του, προσπαθούσε να εκφράσει  σε στίχους  τον πόνο του  και τη λαχτάρα του  για τη ζωή.
            Δεν  επαίρονταν  γι’ αυτό, δεν ήλπιζε. Μόνο έγραφε.
            Όπως δείχνουν τα ποιήματά του, πρέπει να ’χε διαβάσει πολύ  Καρυωτάκη, Χατζόπουλο και Μίνω  Ζώτο (βλέπω πολλές υφολογικές  και θεματικές επιρροές/ ομοιότητες  μ’ αυτούς – καμία με τον Παλαμά).
            Δεν είχε προλάβει να σπουδάσει ο Γιάννης Καρασίμας – μου  είπαν  πως είχε  μπει  στη νομική σχολή κι επειδή  αρρώστησε  δεν πήγε -  δεν είχε προλάβει  να ζήσει  τη ζωή. Είχε όμως ένα μικρό χρόνο για να βγάλει απ’ αυτή  ένα απόσταγμα. 
            Ας το δούμε  μέσα  από  μία   σονέτα που είχε  την ευγένεια  να μου εμπιστευτεί  η αδελφή του :
                                                                   ΕΛΕΓΕΙΑ
Πρώϊμο  χινόπορο έκρουσες  την πένθιμή σου λύρα
στα παραθύρια  τα κλειστά και τα λησμονημένα
και των ψαλμών  τ’ απόηχα  σκόρπισαν  τα θλιμμένα
σα μοιρολόΙ νεκρώσιμο  στη σφαλισμένη θύρα.
  
Στους διαδρόμους  το βαρύ  του πεπρωμένου βήμα 
αντήχησε  παράξενα. Της αγωνίας  τ’ αρπάγια
  αλυσσοδέσαν  τις ψυχές μαζί  με τα’  άϋλα μάγια
  που οι ξωθιές  υφάνανε  της έρμης  κώχης  ντύμα.

Κι ήρθες νωρίς  χινώπορο και συ να μας θυμίσεις
 –τι ωφέλει- το λιόγερμα  ενός  κόσμου  μακρυνού
 κι ήρθες την ώρα  που βαρειά τα δάκρυα τ’ ουρανού
πέφταν  στ’  ωχρό χινώπορο της ψυχικής  μας ζήσης.

            * Από την πνευματική παρακαταθήκη της  πεζογράφου Ακακίας Κορδόση