Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας και το Μεσολόγγι


Της Ακακίας Κορδόση*

Τον βλέπω σ’ αυτή την φωτογραφία του να χαμογελάει ευγενικά και με την αμηχανία της νειότης, κοντά στο Τέρμα της Τουρλίδας -όπως το λέμε  εμείς-, στο δρόμο που φέρνει προς το Μεσολόγγι -που διακρίνεται στο βάθος αμυδρά- και μου φαίνεται πως βλέπω το ίδιο το Μεσολόγγι. Μοναχικό, αμήχανο, ευγενικό και ανυπεράσπιστο.
            Μια φωτογραφία που πραγματικά «μιλάει» και που θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε τόμους βιβλίων.  

            Ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας  απ’ το Μεσολόγγι  ή ο ποιητής  Θωμάς Γκόρπας και το Μεσολόγγι –που σημαίνει ίσως  το ίδιο πράγμα. 


            Το όνομα  Θωμάς Γκόρπας  ηχεί πάντα γλυκά στην καρδιά  και στη μνήμη μου.
            Με παραπέμπει στα ονόματα της Εξόδου, με παραπέμπει στους «ελεύθερους αλιείς»  των παιδικών μου χρόνων, με παραπέμπει  σε πρόσωπα που αγαπούσε η μητέρα μου – και γι’ αυτό ιερά για μένα–, με παραπέμπει στο Μεσολόγγι  της δεκαετίας ’50-’60. Σ’ ένα Μεσολόγγι που ανήκει αποκλειστικά  στη μνήμη μας, σ’ ένα Μεσολόγγι  που, χωρίς  να το συνειδητοποιούμε -και τι να συνειδητοποιήσει  ένα παιδί;-, το χάναμε, όπου τα σάλτσινα ετοιμάζονταν να εξαφανιστούν, η λιμνοθάλασσα να γίνει στεριά, οι ψαράδες  να μεταναστεύσουν, ο Χρήστος Ευαγγελάτος να οδεύσει  προς την τελευταία τετραετία του, κι όπου ο πολιτισμός έδινε τις τελευταίες αναλαμπές του – μεταξύ αληθινού και κακέκτυπου – με το θεατρικό «Τραγούδια στη λιμνοθάλασσα» και την κινηματογραφική «Λίμνη των πόθων».  
            Με παραπέμπει  σε μια γειτονιά – πραγματική «γειτονιά  των αγγέλων» – που διέσχιζα κάθε πρωί για να πάω στο Γυμνάσιο, όταν αυτός  είχε πια αποφοιτήσει  κι είχε φύγει για την Αθήνα, είχαν μείνει όμως  οι δικοί του, που ερχόταν,  νομίζω, κάθε τόσο  και τους έβλεπε. 


            Τον «βλέπω»  τώρα κι εγώ, σε κάτι στιγμιαίες αναμνήσεις μου, -στιγμιαίες, γιατί, μέσα στην παιδική ξεγνοιασιά μου, δεν πρέπει να τον κοίταζα, μόνο  τον έβλεπα- μ’ ένα λευκό πουκάμισο, στον  κεντρικό μας δρόμο, «τον δρόμο σπαραγμό» (για να μεταχειριστώ  τον συνταρακτικό στίχο του), να μιλάει  με φίλους του, κάνοντας πλατειές -νεανικές- χειρονομίες  ενθουσιασμού  ή αγανάκτησης.
            Τότε  που το Μεσολόγγι  είχε ακόμα  «θάλασσα  και Μεσολογγίτες».
            Με παραπέμπει στην Παλαμαϊκή, «την κοινή πατρίδα όλων μας» -όπως λέει ο Πούσκιν για το Τσαρσκουάγε Σελό-, όπου φοιτήσαμε και οι δύο, με λίγα χρόνια  διαφορά, και δεχτήκαμε τις ίδιες σχεδόν επιρροές. Στην Παλαμαϊκή, όπου ήταν όλα  «τακτοποιημένα» σύμφωνα με τα πρότυπα εκείνου του καιρού, «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», τ’ αγόρια απ’ τη μεριά της αυλής τα κορίτσια απ’ την άλλη (πρότυπα όχι αποκλειστικά άσχημα, μια και τα απαιτούσε η εποχή, αλλά και ούτε  αποκλειστικά καλά, αφού  είχε αρχίσει ήδη μια άλλη) κι όπου διδασκόταν αποκλειστικά ο Παλαμάς, κι ήταν a priori αποκλεισμένοι ή αγνοούνταν ο Καβάφης, ο «άλλος» Σολωμός, ο Μαλακάσης,  ο Καριωτάκης κι όλοι  οι άλλοι.  Όμως,  όπως φάνηκε  αργότερα – κυρίως  στην περίπτωση του  Θωμά Γκόρπα-, τα βράδια και τ’ απογεύματα που ήταν δικά μας, «παρθένα»,  θέλω να πω αμίαντα από «μαζική ενημέρωση», επέτρεπαν σε πολλά ανοιχτά μυαλά να διαβάσουν, να καλλιεργηθούν να κάνουν ένα βήμα μπροστά «να φύγουν». Έτσι,  ο Θωμάς  αν και τελείωσε την Παλαμαϊκή Σχολή όπου ήταν ακόμη έντονος ο απόηχος  του εορτασμού των δέκα χρόνων  απ’ το θάνατο του ποιητή, με ομιλίες και διδασκαλία των ποιημάτων του στις ώρες των Νέων Ελληνικών, δεν ακολούθησε -και πολύ σωστά-  την ομότιτλη  ποιητική «σχολή», γιατί  είχε περάσει πια η «ηρωϊκή»  εποχή  του βερμπαλισμού και της  μεγαλοστομίας.
            Με παραπέμπει στον αγαπημένο –κοινό- φίλο μας Νίκο Ρήγα, που, ολ’ αυτά τα χρόνια, μιλούσε με πάθος για τον «Γκορπισμό». 


Με παραπέμπει σ’ όσα  ζήσαμε κι οι δύο και καταλαβαίνουμε,  χωρίς παράσιτα ανάμεσά μας και μας επιτρέπουν να μιλάμε ο ένας  για τον άλλο, όπως ένας «Αλεξανδρινός μιλάει γι’ Αλεξανδρινό» που λέει κι ο Καβάφης. Με παραπέμπει  τέλος – και κυρίως – σε κάποιους στίχους του, που  «μαχαιρώνουν»  στην κυριολεξία  την καρδιά και που έχουν  μια Σολωμική θα ’λεγα  επιγραμματικότητα στίχους σαν τους παρακάτω : 
«Αγάπη μου,
η  λύπη μου έγινε  ένα σύννεφο που πρέπει
ν’ απιθωθεί  στα μάτια σου και να βρέξει.
Δεν έχω  άλλον  ουρανό πλην  απ’ τα μάτια σου».
            Η ακόμα :
«Θα καταργήσω  τον ουρανό  θα καταργήσω τη  γη
και θ’ αφήσω  μόνο ένα  ουζερί
για ένα πιοτό  για ένα τραγούδι για ένα χορό
κι εσύ  να περνάς  απ’ έξω».
Θέλησα να γράψω όσα  μου έφερε  στο μυαλό αυτή η τόσο  «εύγλωττη»  φωτογραφία  του Θωμά Γκόρπα.  
            Μιλάω – ή γράφω – πάντα γι’ αυτούς  που αγαπώ.
Ας με συγχωρήσουν οι υπόλοιποι. (Είναι άλλωστε τόσο λίγοι).

*Από την πνευματική παρακαταθήκη της Ακακίας Κορδόση