Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

Ένα "λουτρό" που καθάρισε το μυαλό και την ψυχή μου



Της Ακακίας Κορδόση*
Τον Καζαντζάκη και τον Καβάφη, τους δύο τόσο αντίθετους στην έκφραση της τέχνης τους κολοσσούς των γραμμάτων μας, τους πρωτογνώρισα –τι ειρωνεία αλήθεια !- από τους γάλλους. Τον πρώτον στη Γαλλία, τον δεύτερον στις περίφημες διαλέξεις της Δευτέρας στο Γαλλικό Ινστιτούτο.
Σε μια εποχή δηλαδή που ο πολύς κόσμος δεν τους ήξερε και οι λίγοι που είχαν ακούσει το όνομά τους το είχαν ακούσει αρνητικά («άθεος» ο πρώτος, «αμαρτωλός» ο δεύτερος), είχαμε φτάσει στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου χωρίς να τους έχουμε διδαχτεί ποτέ.
Και τότε η ρότα της ζωής μου μ’ έφερε στη Γαλλία. Κι εκεί τα κορίτσια της ηλικίας μου ενθουσιάστηκαν που με γνώρισαν, γιατί…ήμουν απ’ τη χώρα του Καζαντζάκη και της Μελίνας Μερκούρη.

Μόλις είχε εκεί παιχτεί στους κινηματογράφους η ταινία «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» κι όλοι είχαν διαβάσει και το βιβλίο. Κι εγώ που είχα μεγαλώσει μέσα στις αίθουσες των κινηματογράφων και μέσα στις σελίδες των βιβλίων δεν τα ήξερα.
Μου τα γνώρισε λοιπόν η Γαλλία.
Το πρώτο βάπτισμα το πήρα απ’ τις σελίδες του «Αλέξη Ζορμπά», που μας έδωσαν στο Πανεπιστήμιο ν’ αποδώσουμε απ’ τη μια γλώσσα στην άλλη στο μάθημα της Λογοτεχνικής Μετάφρασης.
Συνεπαρμένη απ’ τη δύναμη των σελίδων αυτών, πήρα και διάβασα, το ένα μετά το άλλο, όλα τα βιβλία του Καζαντζάκη, απ’ τον «Φτωχούλη του Θεού», μέχρι την «Αναφορά στον Γκρέκο».
Ένα πραγματικό «λουτρό» Καζαντζάκη.
Ένα λουτρό που καθάρισε το μυαλό και την ψυχή μου, που τόνωσε τον ενθουσιασμό μου, μεγάλωσε τον θαυμασμό μου για την όμορφη πλάση του θεού και την αγάπη μου για τους ανθρώπους.
Πόσο καλό μου έκανε!
Γύρω μας ακούγαμε βέβαια εδώ – εκεί κραυγές των φιλισταίων, αλλά και του κόσμου που δεν ήξερε και παρασυρόταν, φωνές που τον έβριζαν, τον καταριόνταν, χωρίς να τον έχουν διαβάσει – όπως υποψιαζόμασταν. 
«Ου γαρ οίδασιν», λέγαμε και γελούσαμε. «Ει γαρ εγίγνωσκον, ουκ αν καταγιγνώσκον», όπως θάλεγε κι ο Καβάφης.
Μαθαίναμε και μ’ αγανάκτηση πως η Ελένη Σαμίου, η δεύτερη γυναίκα του, δεν είχε που να τον ακουμπήσει όταν πέθανε και πως τον πρώτο καιρό φανατισμένοι άνθρωποι έριχναν –τι όνειδος!- ακαθαρσίες στον τάφο του.
Πέρασαν όμως κάποια χρόνια, και μόλις ήρθε η μεταπολίτευση -ω του θαύματος!- Βγήκε σε συνέχειες στην τηλεόραση «ο Χριστός ξανασταυρώνεται».
Τα πνεύματα είχαν κάπως ηρεμήσει, ο φανατισμός όμως υπέβοσκε και δεν έπαψαν ν’ ακούγονται φωνές διαμαρτυρίας.
Δεν αντέχω στον πειρασμό να μην μεταφέρω ένα άρθρο μου απάντηση – τότε –  σε μια απ’ τις φωνές εκείνες, άρθρο γραμμένο με αγανάκτηση –γιατί αγανακτείς πιο εύκολα όταν είσαι νέος –  που έκανε κάποιους να διαμαρτυρηθούν –  και γι’ αυτό.
Εδώ και λίγες μέρες πήραμε ένα γράμμα από μια αναγνώστρια της εφημερίδας μας. «Είμαι έξω φρενών», μας έγραφε, «με τα προγράμματα της τηλεοράσεως. Ενώ ως τώρα παρακολουθούσα κανένα ευχάριστο σίριαλ όταν έμενα σπίτι, τώρα έπαψα και να ανοίγω την τηλεόραση, απ’ τη μέρα που είδα να βάζει εκείνο το βλάσφημο έργο «ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Δεν ανέχομαι να διακωμωδούν τη θρησκεία μας. Έχω παιδιά και δεν θέλω να βλέπουν τέτοια έργα. Αλλά και παιδιά να μην είχα, το ίδιο θα έκανα».
  • Αυτό το γράμμα σας μας έκανε κι εμάς ν’ αγανακτήσουμε, γι’ άλλη αιτία όμως απ’ αυτή που θα περίμενε η καλή μας αναγνώστρια. Και μας έκανε ν’ αγανακτήσουμε, γιατί βλέπουμε πως στη μακάρια και καλοβολεμένη κοινωνία μας, που έχει «ξεπεράσει» τις παλαιές αντιλήψεις, που έχει «προοδευτικές» ιδέες και παρδαλή ηθική, που πιθηκίζει πάνω σε ξένα καλούπια, κυριαρχεί πάντα το θράσος της ημιμάθειας και ο φαρισαϊσμός. Και οι όμορφες ηθικές αξίες, για ορισμένους ανθρώπους, αυτούς απ’ τους οποίους φαίνεται να έχετε επηρεαστεί, γίνονται σκιάχτρα και ξόανα, η αλήθεια παράλαμμα και η ομορφιά της ζωής φαίνεται άχρηστη κι απολιθωμένη, πίσω απ’ τα μαύρα γυαλιά κι ανάμεσα απ’ τις παρωπίδες του πουριτανισμού και της προκατάληψης.
  • Κι εσείς, αγαπητή μας Σ.Φ., που ανέχεστε τα έργα με τους γκάνγκστερ και τους εμπόρους ναρκωτικών και παρακολουθείτε, όπως μας λέτε, τα –ανούσια- σήριαλ,  αγανακτήσατε επειδή η τηλεόρασή μας ανέβηκε τόσο  ώστε  να μας δίνει την ευκαιρία  να βλέπουμε Πούσκιν, Τορκουάτο Τάσσο, Τερζάκη ή Καζαντζάκη. Μήπως θα ήταν καλύτερα να δοκιμάζατε λίγο να διαβάσετε; Έτσι δεν θα καταδικάζατε αβασάνιστα ένα συγγραφέα και διανοητή που έκανε γνωστή την –ξεχασμένη- Ελλάδα σ’ όλον τον κόσμο. 
  • Καλές μου νοικοκυρές και καλές μου κι αγαπημένες γυναίκες του σπιτιού και της  κυριακάτικης λειτουργίας, του κομμωτηρίου και του  κουμ καν, σας πληροφορώ πως σας δίνεται μια μεγάλη ευκαιρία να μορφωθείτε και να προβληματιστείτε ανέξοδα και ξεκούραστα, την ώρα που θα συνεχίζετε τις δουλειές του σπιτιού σας, θα πλέκετε ή θα κεντάτε. Και σας πληροφορώ επίσης ότι αυτός ο μεγάλος συγγραφέας, ο μεγάλος άνθρωπος και μεγάλος Έλληνας που θεωρείτε άθεο ήταν πιο θρήσκος απ’ όλους τους τυπικά θρησκευόμενους, που καθημερινά διυλίζουν τον κώνωπα και  καταπίνουν την κάμηλον, που μνησικακούν και φθονούν και οργίζονται, που περηφανεύονται και ολιγοπιστούν και υποκρίνονται, που θυμούνται το  Θεό μόνο όταν τον έχουν ανάγκη. Κι είναι ευχαριστημένοι απ’ τον εαυτό τους. Ενώ εκείνο το βασανισμένο πνεύμα, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον κλισάρουν με μια ετικέτα –άθεος- και του γυρνάνε την πλάτη. Τον λένε άθεο γιατί πάλεψε στην αναζήτηση μιας πίστης, γιατί αγωνίστηκε για τον άνθρωπο.
  • Άθεος μπορεί να χαρακτηριστεί ένα συγγραφέας, ας πούμε σαν τον Μαρσέλ Προυστ, που σ’ όλο το έργο του δεν αναφέρει πουθενά τη λέξη Θεός (και πάλι κι αυτό είναι σχετικό) […] Ενώ στο πολύτομο έργο του Καζαντζάκη δεν υπάρχει σελίδα που να μην έχει δέκα φορές αυτή τη λέξη. Είναι μάλιστα η μοναδική περίπτωση σε λογοτεχνικό, κι όχι θεολογικό έργο. Κι όταν ασχολείσαι πολύ με κάποιον, σημαίνει πως τον υπολογίζεις και πολύ […].
  • Ο Καζαντζάκης, κυρία μου, έζησε πολύ κοντά στο Θεό, μια ζωή ανάτασης και αυταπάρνησης, μια ζωή πραγματικού χριστιανού. Έμαθε ανάγνωση διαβάζοντας βίους αγίων και κλαίγοντας, έζησε χρόνια με την ιδέα ν’ αφιερωθεί στο Θεό, ασκήτεψε στ’ Αγιονόρος κι αν το ανήσυχο πνεύμα του γύρεψε τελικά άλλους δρόμους κι άλλες  λύσεις, η κλίση του τον έσπρωξε πάντοτε προς τη «στενή πύλη».
  • Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, που τόσο συγκλονιστικά είχε αναλύσει στον «Φτωχούλη του Θεού», δεν έπαψε ποτέ να είναι το πρότυπό του. Όσο για τις προσωπικές του θεωρήσεις, αν – τις διαβάσετε- και σας ξενίσουν, να ξέρετε πως έχουν βγει από πολύ δάκρυ, από πολύ αίμα ψυχής, από μεγάλη  θρησκευτική λαχτάρα και από μια απέραντη αγάπη για μας, για σας που τον καταδικάζετε χωρίς να τον γνωρίζετε, γι’ αυτούς που έφυγαν και για κείνους που θα ’ρθουν, για τον Άνθρωπο».
Αυτά  το 1975.
Από τότε πέρασαν χρόνια, πέρασα σ’ αγάπες άλλες, χωρίς όμως  ποτέ ν’ απαρνηθώ  τις παλιές ή να ξεχάσω τα βάσανά τους.
Και το 2003 βρέθηκα καλεσμένη να μιλήσω στο Ηράκλειο – για πρώτη φορά.
Φτάσαμε ένα βραδάκι, κουρασμένοι απ’ το ταξίδι και λίγο ζαλισμένοι. Και καθώς κατέβαινα απ’ το αεροπλάνο, είδα απέναντι  ψηλά στο μεγάλο κτίριο, με τεράστια φωτεινά γράμματα: ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ.
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Θυμήθηκα τους διωγμούς του, θυμήθηκα τις προσβολές στην ίδια την πατρίδα του, αλλά και την πίστη του πως το πνεύμα πάντα νικάει. Κι όπως συνέχιζα να κλαίω, έφερνα στο μυαλό μου τα λόγια του – που  τα είχα κι αυτά στο παραπάνω άρθρο μου: «Ήρθαμε στον κόσμο ετούτο για να πονέσουμε, να σκοτωθούμε και να νικήσουμε. Τι να φοβηθείτε; Κανένα δε φοβάστε. Όποιος έσμιξε με το Θεό, αποχτάει τρεις μεγάλες χάρες: παντοδυναμία χωρίς δύναμη, μεθύσι χωρίς κρασί, ζωή χωρίς θάνατο».
*Από την πνευματική παρακαταθήκη της πεζογράφου Ακακίας Κορδόση