Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

O ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ - Λόγος & Αντίλογος


Του Χάρη Μαυρομάτη*  

            Καιρός,  επί τέλους,  να προβώ  στην ομολογία. Αυτόν τον,  για όλους πεθαμένο, Μίνω Ζώτο δεν μπορώ  να το θάψω ακόμα. Δεν μπορώ  να θελήσω  να τον θάψω, γιατί  περιμένω, πως η «ζωή» του θα ξανασυμβή πάλι  δυνατή,  στο χώρο της ποίησης, απ’ την  ψυχή και  το πνεύμα  του αυτή  τη φορά,  όπως συνέβη  και του  Καρυωτάκη, ας πούμε.
            Τον  αποσπώ,  λοιπόν,  με περίσσια τρυφερότητας, απ’ τον  «φθισικό»  ρομαντισμό  της εποχής του και με προσοχή  τον τοποθετώ  στην αγαπημένη μου  έκφραση  στο ερεύνημα  της ψυχικής  οντότητας, που,  όσο  γι’ αυτόν, δεν μπορούσε  νάναι  αλλιώς,  απ’ ότι  το πρόσφερε. Ένας έρωτας ή ένας θάνατος. Ή ακόμα μια ζωή  μ’ ένα εραστή  στο  κόρφο της, που δεν  της ανήκει,  όμως,  αφού  τον πρόλαβε ο θάνατος. 

            Τον Ζώτο  δεν μπορώ να τον φανταστώ  καν σαν παρουσία ζωής. Αυτός ο θάνατος,  που φωλιάζοντας  μέσα του, τον πήρε  απ’ τα είκοσι  εφτά του, στα  ’32, μου τον φέρνει  πάντοτε  σαν την ίδια  του την εικόνα, μεταπλασμένη στην μεταφυσική  της δικαίωση και στην μαρτυρία ή την  αποθέωση, ενός έργου. Ο Ζώτος είναι μοιραίο  ένα έργο  κι ένας θάνατος.
            Όταν κυβερνιέμαι  απ’ τις  ειδυλλιακές  κι  ανθυγιεινές περιγραφές του χώρου,  όπου  είδε  το φως  της ζωής (τι πλασματικό) χαρακτηρισμένες  απ’ τη σαφήνεια  των  στοιχείων  ενός  πλατειού ποταμιού, που απλώνεται  γλιτσερό καθώς  ανταμώνει τη  θάλασσα, το χωριό το ίδιο  - το  Νιοχώρι – χαμένο μέσα  στον ανατριχιαστικό υγρό  κάμπο  και τη γειτονιά απλών  και φωτεινών ορεινών όγκων, φυσιολογικά, πιστεύω,  πως τις καταξιώνω, όταν τις  αναμείξω  με την μορφή του, αλλά νεκρή. Και μ’ αυτή  την επίμονη  και αυτεπίβουλη συνάρτηση προχωρώ στην γνωριμία μου, την πιο βαθειά, και με τον ποιητή  και με τον τόπο του. Εκείνον  τον έχω διαγράψει  πλέον  αυτοδύναμο,  ενώ τον  τόπο  του μέσα σ’ αυτόν, σαν αφετηρία  της τέχνης και του  θανάτου. Κι εκείνον,  τελικά,  ξένον απ’ τον  τόπο του.
            Αντέχω τη μαγεία  του θανάτου,  αλλά δεν μπορώ να τραβήξω  την αντοχή μου κι ως το  μαύλισμα, το σαγήνεμά μου απ’ αυτόν. Εκείνος  το άντεξε, έχοντας  μέσα  στα στήθια  τη μυρουδιά  της γης. Ίσως,  γιατί στην ψυχή του, έπλαθε  το όραμα  του  ουρανού. Γι’ αυτό  και τη γνωριμία  μ’ αυτόν την ξεκινώ απ’ αυτό  το σημείο, πρώτα σαν θαυμασμό  κι έπειτα  σαν μια βαθειά  ενόρατη, εσωτερική μεν, αλλά και  νοσταλγική. Ίσως,  γιατί με τραβάει η δύναμή της. Και πρώτα – πρώτα τον αγαπώ. Σταματώ, λοιπόν,  στο τέλος,  στη «δικαιοσύνη» και τον παίρνω  κι εγώ  απ’ τη μασχάλη, όχι  με τη δύναμη  της κρίσης,  αλλά με το θράσος της ένθεης  αγάπης. Αφαιρώ,  αυτεξούσια το «ψαλμική επιταγή» ελάττωμά μου «παρ’ αγγέλους» και,  βλαστημώντας, ίσως,  εξισώνομαι μαζί τους στην αγωνία μου  να παρακολουθήσω την τελετουργία  της ενθρόνισής του «εκ δεξιών Αγίου  Κλαυδίου του  μειδιώντος» ή στο χώρο  της αληθινής, εσωτερικής Τέχνης.
            Η δικαίωση,  όμως,  δεν είναι τελικό γεγονός. Έχει  μια αφετηρία κι ένα  δρόμο. Ίσως, δικαιώνεται, κάποιος που μονάχα  άρχισε κάτι. Και κορυφώνεται, αν το  τελείωσε. Ο Ζώτος, τουλάχιστον, άρχισε. Το αν τελείωσε  είναι συμπέρασμα  των κριτικών. Ας βγάλουμε, λοιπόν, κι εμείς  τα δικά μας  συμπεράσματα.
*Από την πνευματική παρακαταθήκη που άφησε στη "Διέξοδο"
ο δημοσιογράφος – βιβλιοκριτικός Χάρης Μαυρομάτης