Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Ο Μίμης Λιμπεράκης, ο μεγάλος άγνωστος


Της Ζωής Ραπαΐτου*

Τον Μίμη Λιμπεράκη δεν τον ήξερα μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Έπρεπε να διαβάσω τα βιβλία του Γιώργου Κοκοσούλα (Γ.Ι.Κ) «Μίμης Λιμπεράκης (1880-1967), ο ποιητής και αισθητικός απ’ το Μεσολόγγι» και «Γύρω από μια φιλία», * Μίμης Λιμπεράκης – Απόστολος Μελαχρινός * Επιστολές 1903- 1924, για να τον γνωρίσω μέσα από τις σελίδες του.

Η περιγραφή είναι τόσο ζωντανή και παραστατική, ώστε ακόμα και όσοι δεν γνώρισαν τον Λιμπεράκη να μπορούν με τη φαντασία τους να βρουν το σχήμα του μέσα από τις γραμμές των βιβλίων. Έτσι λοιπόν γνώρισα και αγάπησα, μπορώ να πω, τον περπατητή του δρόμου της Τουρλίδας, αλλά και τον μεγάλο ταξιδευτή.

Πήγαμε μαζί στη Λέσχη του κυρ' Νάσου του Μαγγίνα και γέλασε με τις παραξενιές του και τις φωνές του, όταν δεν εύρισκε τη “δική του” καρέκλα. Ήπιαμε μαζί ένα ουζάκι «Τρικενέ», στου «Τρύπα». Μαζί περάσαμε από το ξυλουργείο του Θόδωρου του Μελισσάρη και τον συνόδευσα στο κουρείο του Σπύρου Λαμπίρη, για να πάμε στη συνέχεια στο στιλβωτήριο και καπνοπωλείο του Χρήστου Καράση, για ένα μικρό πακέτο τσιγάρα και το καθιερωμένο γυάλισμα των παπουτσιών. Μαγεύτηκα από την παραστατικότητα του λόγου του και την θεατρικότητα των κινήσεών του, καθώς, συγκαταριθμώντας νοερά τον εαυτό μου στον κύκλο των ακροατών του στο Ζαχαροπλαστείο «Γαλάξεια», αφέθηκα να τον ακούω να μιλάει για την αρχιτεκτονική και τον Παρθενώνα, για τη γλυπτική και τον Απόλλωνα της Ολυμπίας και το σύμπλεγμα του Δία με τον Γανυμήδη, για τη ζωγραφική και το «φρέσκο» του Μιχαήλ Αγγέλου στην Καπέλα Σιστίνα και τον ερωτισμό της «Δημιουργίας». Πήγα τέλος μαζί του στο «Πάλμιον», όπου είδαμε τη «Φαντασία» του Ντίσνεϋ, σιγομουρμουρώντας τον «Χορό των Ωρών» του Πουκιέλι.

Όλα αυτά γίνανε βέβαια νοερά… Η επιθυμία μου, όμως, να περάσω απ’ αυτά τα «στέκια» και στην πραγματικότητα, ήταν απερίγραπτη. Έτσι, όταν για άσχετο λόγο βρέθηκα στο Μεσολόγγι, άρχισα να ψάχνω και να ρωτώ γι’ αυτά τα «στέκια» για ν’ απογοητευτώ, διότι κανείς απ’ όσους ρώτησα δεν ήξερε να μου πει γι’ αυτά ή γιατί όλα είχαν αλλάξει.

Τότε πήρα τον δρόμο της Τουρλίδας, κρατώντας στα χέρια τα δύο βιβλία που μου γνώρισαν τον Μ.Λ. Κάπου εκεί, καθισμένη σ’ ένα παγκάκι και αγναντεύοντας τη Λιμνοθάλασσα που τόσο αγάπησε και ύμνησε, άρχισα να διαβάζω:

«Των γιβαριών ο φράκτης ετραγούδαγε σαν άρπα αιολική
κι’ ολούθε εικόνες έβλεπα και σχήματα ωραία
και η ματιά μου έπαιρνε μια λάμψη εξωτική
όλος ο κόσμος νόμιζα πως ήταν ένα θέμα
για ζωγραφιά, για ποίηση, για μουσική»

Όμως, ποιος ήταν ο Μίμης Λιμπεράκης;

Γεννήθηκε το 1880 στο Μεσολόγγι και πέθανε εκεί το 1967. Γιος του Δημητρίου και της Παναγιώτας – Μαλβίνας Λιμπεράκη η οποία πέθανε νωρίς και στερήθηκε τη μητρική αγάπη πράγμα που του κόστισε για όλη του τη ζωή. Μοναχοπαίδι πλούσιας οικογένειας και κληρονόμος μεγάλης περιουσίας που τη σκόρπισε στα ταξίδια. Στο εξωτερικό για σαράντα ολόκληρα χρόνια περνούσε τον καιρό του στα μουσεία, στις πινακοθήκες, στις βιβλιοθήκες, στις εκκλησίες. Σπούδαζε και μελετούσε ιστορία της Τέχνης ή και δίδαξε κατά μία εκδοχή.

Στην Ελλάδα τον ενδιέφεραν οι αρχαιολογικοί τόποι και οι συντροφιές με ανθρώπους του λόγου και της τέχνης. Όταν κάποτε του πρόσφεραν τη θέση του Διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης την αρνήθηκε: δεν μπορούσε να νοιώθει τον εαυτό του δέσμιο, με υποχρεώσεις. Δεν εντάχθηκε ιδεολογικά σε πολιτική παράταξη και δεν λογάριασε ποτέ του τις υποχρεώσεις του εκλογικού νόμου. Ούτε έδινε σημασία στις αντιδράσεις που μπορεί να προξενούσαν οι ιδιορρυθμίες του. Ντυνόταν ακριβά (τα προπολεμικά χρόνια) σε μεγάλους ράφτες της Αθήνας και του εξωτερικού. Ωστόσο δεν επεδίωκε την προβολή, τις τιμές, την ανάδειξη. Έφτασε να αρνείται την έκδοση του γραπτού του έργου και εκώφευε όταν επίμονα του ζητούσαν συνεργασία τα «Γράμματα» της Αλεξανδρείας. Πάνω απ’ όλα, ο Λιμπεράκης ήταν ένας αισθητικός, με τη σωστή έννοια, όπως τον αποκάλεσε ο Κοσμάς Πολίτης στην αφιέρωση της «Eroϊca», και φρόντιζε να δημιουργεί σχέσεις με ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης: Μωρουά, Ντε Μπάρος, Γαλάτεια και Νίκος Καζαντζάκης, Μητρόπουλος, Λαπαθιώτης, Μελαχρινός, Βάρναλης, Σοφία Σπανούδη…

Παρ’ όλο που ο Λιμπεράκης ήταν στην κυριολεξία «ανέγγιχτος» («δεν θυμάμαι να έδωσε ποτέ το χέρι του, για να χαιρετίσει άνθρωπο», γράφει ο Γ.Ι.Κ.) επιζητούσε (στο Μεσολόγγι) τη συντροφιά των ανθρώπων χωρίς εξαίρεση και είχε για τον καθένα τον κατάλληλο λόγο. Στις συναντήσεις αυτές πρόσφερε απλόχερα τις γνώσεις που είχε αποθησαυρίσει και τις υπέροχες αφηγήσεις του δοσμένες με χιούμορ πηγαίο, ιδιότυπο, ανεξάντλητο και με παραστατικότητα που θα τη ζήλευε ο καλύτερος ηθοποιός.

Αν και άκρως ιδιόρρυθμος αγάπησε τους ταπεινούς ανθρώπους και ύμνησε τον μόχθο τους.

Σύντροφος της ζωής του, η καλλιεργημένη επτανησία αρχοντοπούλα, Νίτσα Μπολέτση, που στάθηκε δίπλα του (και από απόσταση) με αγάπη. Κατάλαβε πόσα της χρωστούσε, μόνο όταν την έχασε, για να της αφιερώσει ένα ποίημα που «έγραψε» στο μυαλό του, όταν τυφλώθηκε, και το απήγγειλε σε φίλους και διασώθηκε σε μια εν αγνοία του μαγνητοφώνηση:

 «Στους πύργους της Αγγλίας τα μεγάλα όργανα…».

 Ο Λιμπεράκης ήταν ερωτική φύση. Ενέπνευσε τον έρωτα, στα 46 του χρόνια, στη Φιλησία, τη μυστηριώδη πνευματώδη κυρία την οποία γνωρίσαμε μέσα από τις θαυμάσιες επιστολές της που ο Λ. είχε στο συρτάρι του για να βρεθούν μετά τον θάνατό του, και από το σονέτο της «Όνειρο» που έγραψε γι’ αυτόν. Στα μισά από τότε χρόνια του γνώρισε και αγάπησε την Isadora Duncan, ενώ μέχρι τα γεράματά του δεν ξέχασε την πρώτη (;) του αγάπη στο Μεσολόγγι που οι δικοί του δεν τον άφηναν να την παντρευτεί.

Από τα 19 του άρχισε να δημοσιεύει ποίηση, να γράφει πρόζα, να κάνει μεταφράσεις (Ουίτμαν, Μαλλαρμέ, Πόε), αλλά πρώτα πρώτα τον  έθελγε η ζωγραφική: όλος ο κόσμος νόμιζε πως ήταν ένα θέμα για ζωγραφιά, για ποίηση, για μουσική: «Θα μισέψω για τη Ρώμη ή για το Παρίσι», έγραφε στον Μελαχρινό, «θα σπουδάξω ζωγραφική», μόνο που δεν μάλαξε ποτέ τα σύνεργά της. Έγινε ζωγράφος απαράμιλλος του προφορικού λόγου, που δυστυχώς δεν διασώθηκε, γράφει με πικρία ο Γ.Ι.Κ. Υπέγραφε συνήθως με το ψευδώνυμο FINGAL, το όνομα του θρυλικού βασιλιά της Σκωτίας και ακατάβλητου υπερασπιστή της συμμάχου του Ιρλανδίας. 

Αυτός ήταν ο Λιμπεράκης ο ποιητής που σ’ όλα του τα γραψίματα έβαζε από κάτω τη λέξη «Μεσολόγγι».
*Η κυρία Ζωή  Ραπαΐτου  είναι Ερευνήτρια  στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας  Αθηνών