Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Για τη Βάσω Κατράκη


Η Β.Κ στη λιμνοθάλασσα του αγαπημένου της Αιτωλικού
                                        
Του Δημήτρη Παπαστάμου*
 
   Βαθιά  είναι η σοβαρότητα  με την οποία  η Βάσω Κατράκη από την αρχή  της καλλιτεχνικής  της παρουσίας αντιμετώπιζε τη  χαρακτική.
   Νέα κοπέλα,  όταν άρχισε να ασχολείται  μ’ αυτή, βρήκε, όπως  και η Γερμανίδα χαράκτρια Καίτε  Κόλλιβιτς, τους δυνατότερους  ερεθισμούς για την τέχνη της μέσα στη ζωή του λαού και ακόμα περισσότερο στα γεγονότα, που από την εποχή της συντάρασσαν  τα λαϊκά στρώματα στα οποία άρχισε  να γίνεται  συνείδηση η ανάγκη για μόρφωση, εξέλιξη, κοινωνική  κατοχύρωση.

   Στο μεσοπόλεμο  ένιωσε,  όπως και άλλοι  ευαίσθητοι  καλλιτέχνες, το μεγάλο  πρόβλημα  της καθυστερημένης  χρονολογικά  προσαρμογής  της τέχνης  στα νέα κινήματα.
   Έτσι μια ομάδα ζωγράφων – χαρακτών ανάμεσα  στους οποίους  μοναδική  γυναίκα ή Κατράκη – προχώρησαν  σε ένα  προβληματικό εξπρεσιονισμό, σε μια  νέα φάση  της νεοελληνικής χαρακτικής.
 Απόλυτα πρωτοποριακή  η παρουσία  της μορφής  της Κατράκη,  φορτωμένη  με όλα τα  λαϊκά αιτήματα, φωνή διαμαρτυρίας για τα αναφαίρετα δικαιώματα  του ανθρώπουΠαραδοσιακή  στο συγκρατημένο μεγαλείο της σαν τις  μορφές των αρχαίων  ελληνικών επιτύμβιων  που πονούν  βαθιά  και όμως  στέκονται σοβαρές και αμίλητες  προβάλλοντας  το μεγαλείο  της ψυχής  και την  υπεροχή του πνεύματος. 
   Και ακόμα πόσο  βγαλμένο  απ’ αυτόν τον τόπο  είναι  αυτό το φως,  αυτή η λάμψη που διαπερνά  τα σώματα, τα ενεργοποιεί και τα  εξαϋλώνει. Απίστευτο φαίνεται ίσως να μπορεί κανείς  με το παιχνίδι  του  μαύρου – άσπρου  να φωτίζει  τόσο τις  επιφάνειες σα να  διαπερνούνται  από τον  καυτερό ήλιο  τούτου  της φωτεινής  μας γης. Και όμως το μαύρο δεν είναι το  πηχτό  και σκοτεινό  του  απελπιστικού  ερέβους γιατί είναι παντρεμένο με  τη λάμψη του άσπρου, που δημιουργείται  η εντύπωση  ότι τα  δύο αυτά  στοιχεία  συμφώνησαν  κανένα να μην δώσει στο άλλο πρωτοπορία. 
 
Από τις συλλογές της "Διεξόδου"
   Οι στιγμές  του  μαύρου, με την  απελπισμένη  ατμόσφαιρα  που φέρει μαζί του, δεν προφταίνουν καν να  δηλώσουν  την παρουσία τους  και μια  αποκαλυπτική  στιγμή  γεμάτη  ελπίδα  και φως  τις διαδέχεται, τις αναιρεί ακόμα όμως,  παράξενο  βέβαια, τις ενισχύει. Έτσι  η μορφή  στέκεται εκεί γεμάτη  προβληματισμούς,  φέρει  της μοίρα  της και γίνεται έκφραση, καημός, ποτέ όμως μοιρολόι. Οι ραδινές  αυτές μορφές  με τους  επιμηκυσμένους λαιμούς δεν μοιάζουν  καθόλου  με τις  αντίστοιχες  φορφαλιστικές  εκφράσεις δυτικοευρωπαίων  ζωγράφων και γλυπτών.  Γιατί εκεί λείπει αυτή  η συγκρατημένη  εγκαρτέρηση, η απόλυτη ισορροπία  του πάθους και της  ανατάσεως, η αυξομείωση  του όγκου  των μελών της μορφής  που δονείται  από τις εντάσεις  όπως μια αρχαία  κολώνα και ακόμα, εκεί που απεικονίζονται, τα μεγάλα  ανοιχτά μάτια  που φανερώνουν  τον κόσμο της ψυχής.
   Και  εκεί  που η Κατράκη ξεχνάει  τους πόνους  της ζωής και αποδίδει  απλές εικόνες  με χάρη και δροσιά, τα κορίτσια, τους ψαράδες, τα παιδιά, πάλλονται  στον ήλιο,  σφίζουν  από έναν  οπτιμισμό  δυνάμεως  που ποτέ δεν αποβάλλουν.
   Το μεγάλο ανάπτυγμα του χώρου με άπλετο φως  που αντανακλάται από την  άσπρη επιφάνεια και μορφή  ιριδίζουσα, γεμάτη παλμό,  πάθος  και εσωτερική  σοβαρότητα, χαρακτηρίζουν  το έργο  της Κατράκη, ένα  χαρακτικό έργο, που  φέρει τη  σφραγίδα των εμπνευσμένων  ειλικρινά ζωγράφων.
                                                                                     
                                                 * Άρθρο του Ιστορικού Τέχνης και πρώτου διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Δημήτρη Παπαστάμου που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της "Διεξόδου"