Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Το όνειρο που σαρκώθηκε




Της Ελένης Πριοβόλου *

Το χωριό μου, Αγγελόκαστρο, ήταν επαρχία Μεσολογγίου. Εκεί πήγαινε ο πατέρας για τις ανάγκες του ως επαγγελματίας. Νομαρχία, Εφορία, Αγρονομία, αλλά και για το ούζο του καφενέ του. Το ούζο Τρικενέ. Μαζί έφταναν και οι μεζέδες που θα συνόδευαν το ούζο. Γαρίδες, καλαμαράκια, καβούρια, αυγοτάραχο, χέλια.
Έτσι το Μεσολόγγι- μεγάλο ταξίδι για εμάς τα παιδιά εκείνα τα χρόνια- είχε τη μυρουδιά ούζου με μεζέ στον καφενέ μας. 

Μεγαλώνοντας και διαβάζοντας ιστορία στην τελευταία τάξη του Δημοτικού, το Μεσολόγγι άρχισε να μετουσιώνεται μέσα μου και να λαμβάνει την ηρωική του διάσταση. Ευφάνταστη καθώς ήμουν, στο μυαλό μου ζωντάνευαν οι σκηνές της μακάβριας πολιορκίας, της πείνας, τους πόνου, της άλωσης, της Εξόδου.
Έτσι το ταπεινό μου όνειρο που μύριζε ούζο, πήρε την αποφορά του άδικου αίματος. Πόσο μάλιστα όταν σε σχολική γιορτή στην επέτειο της 25ης Μαρτίου πήρα ρόλο- έστω βουβού κομπάρσου- στη θεατρική παράσταση, «Να ζει το Μεσολόγγι». 
Παντού και πάντα Μεσολόγγι, αλλά Μεσολόγγι δεν έβλεπα.
«Πάρε με μαζί σου μπαμπά. Θέλω να δω το Μεσολόγγι»
Πουθενά.  Συνέχιζε να είναι μεγάλο ταξίδι για τα παιδιά, διότι έπρεπε να πάμε στο σταθμό του τρένου και να ταξιδέψουμε με αυτό. Αστική συγκοινωνία υπήρχε μόνο σε σύνδεση με το Αγρίνιο, όπου πήγα και γυμνάσιο.
Μαθήματα, πέρα δώθε με το αστικό λεωφορείο, μελέτη, δουλειά στο καφενείο και το Μεσολόγγι άρχισε να μετουσιώνεται σε ποίηση μέσα από τον Παλαμά και τους καημούς της λιμνοθάλασσας. 

………Tα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα
τα ‘ζησα κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.


Μου άρεσε η ποίηση.
Διάβασα Μαλακάση, Τραυλαντώνη, Μπάυρον.
Και φυσικά τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού.
Πάντα όνειρο και ποίηση το Μεσολόγγι, μέχρι που ήρθε το «διάγγελμα» της γυμνασιάρχου, να περάσουμε από «οντισιόν» για να επιλεχτούν μαθήτριες που θα συμμετέχουν στις γιορτές της Εξόδου.
Kόπηκα λόγω ύψους και θρηνούσα γοερά επί μέρες.
Απελπισμένος ο πατέρας αποφάσισε να με πάρει μαζί του.
 Η χαρά μου έφτασε στα όρια παροξυσμού.
 Όχι μόνο επειδή θα ταξίδευα στο όνειρο αλλά γιατί ο πατέρας συνωμότησε μαζί μου και ζήτησε από τον αγροτικό γιατρό να μου παραχωρήσει αναρρωτική άδεια για δικαιολόγηση των επτά απουσιών.
Και μπήκα στο «αγοραίον» με άλλους τέσσερις συνεπιβάτες. Είχα κατά περίεργο λόγο μεγάλη αγωνία. Δεν ξέρω τι περίμενα να δω, αλλά σίγουρα όχι αυτό που με υποδέχτηκε.
 Φτάσαμε στις αλυκές, όταν μια κυρία διέταξε τον οδηγό να σταματήσει. Ένιωθε «αντάρα» στο κεφάλι. Ο οδηγός σταμάτησε και όλοι οι άνδρες τη συνόδεψαν ως τα αρμυρίκια να της προσφέρουν βοήθεια, γιατί την είχε «πιάσει το αμάξι».
Έμεινα μόνη στο αγοραίο και παρατηρούσα το νησί με το κλησιδάκι.
Αργά έμαθα για την Παναγιά της Φοινικιάς. 

Μια εικόνα άφατη, προστατευτικά τυλιγμένη στην πρωινή πάχνη. 
Και τότε μπροστά στα αχόρταγα για εμπειρίες μάτια μου, εκτυλίχτηκε ένα θαύμα.
Από μακριά είδα να πλησιάζει ένα τεράστιο ροζ σύννεφο.
Ερχόταν από το βάθος με μεγάλη ταχύτητα. 
Είχε το σχήμα ενός τεράστιου πουλιού. 
Πέρασε πάνω από το κλησιδάκι και απιθώθηκε στο ήσυχο νερό..
Εκεί το τεράστιο ροζ σύννεφοπουλί διασπάστηκε σε δεκάδες ροζ πουλιά.
«Φλαμίνγκο» κοίτα! λέει ο πατέρας που μόλις έμπαινε στο αμάξι.
Όμως σε μένα το ανεξίτηλο της μαγείας είχε συντελεστεί. 
Είχα βιώσει ως εικόνα το άφατο.
Μεγαλώνοντας και ταξιδεύοντας συχνά το όνειρο δεν με διέψευσε γιατί το άφατο συντελείται με πολλές μορφές στη λιμνοθάλασσα. 
Μια αυγή και ένα ηλιοβασίλεμα, ένα λυκόφως και ένα σούρουπο και φωτογραφίζουν τα μάτια το αείζωον πνεύμα του Μεσολογγίου. 

* Η Ελένη Πριοβόλου είναι συγγραφέας