Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Η ζωγραφική σαν τηλεόραση



Του Μάνου Στεφανίδη*

«Όλοι αυτοί οι φωτογράφοι που αλωνίζουν τον κόσμο κυνηγώντας επικαιρότητα δεν ξέρουν ότι είναι πράκτορες του θανάτου».
 ΡΟΛΑΝ ΜΠΑΡΤ

 Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ένα από τα παιδιά της ζωγραφικής, αυτής της τρομερής μήτρας που γεννούσε ανέκαθεν εικόνες, σήμερα λειτουργεί συλλήβδην σαν ένα πυροτεχνηματικό τίποτε που παρουσιάζει το τίποτε ως θρίαμβο. Παραδομένη πλήρως στους μηχανισμούς της αγοράς και στην περίφημη «ιδιωτική» πρωτοβουλία, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά ν’ αναπαράγει την ιδιωτεία μετριοτήτων που υπάρχουν μόνο επειδή εμφανίζονται.

 Απ’ την άλλη πλευρά, έμμεσα ή άμεσα, η τηλεόραση ασκεί εξουσία: πολιτική, ιδεολογική, αισθητική. Έχει μάλιστα την ικανότητα να ξαναγεννά τον πιο κακό εαυτό της σαν λερναία ύδρα και να πετρώνει ακόμη και τους πιο καλοπροαίρετους που την πλησιάζουν, σαν παραισθησιακή Μέδουσα συγκεντρώνοντας γύρω της το θλιβερό, το γελοίο και το χυδαίο. Η τηλεόραση είναι απότοκος της τεχνολογίας, του μοντερνισμού, μετεξέλιξη του σινεμά, το οποίο γεννιέται με τη σειρά του από την πιο επαναστατική εφεύρεση του 19ου αιώνα στο χώρο της εικόνας τη φωτογραφία.
 Θα ήταν πάλι υπερβολή αν λέγαμε πως και η φωτογραφία και ο κινηματογράφος προέρχονται από το κάδρο - πλαίσιο της αναγεννησιακής ζωγραφικής, αυτού δηλαδή του φαντασμαγορικού παραθύρου που ξανοιγόταν στον κόσμο σύμφωνα με την παρομοίωση του Alberti. Άρα, οι πρόγονοι της τηλεόρασης έχουν τίτλους ευγενείας. Η ίδια όμως επιμένει σε λαϊκίζουσες εμμονές, παρασύροντας αθώους και ενόχους σ’ ένα ατελεύτητο κατρακύλισμα που αντανακλά το πιο δυσάρεστο και το πιο άδικο, εντέλει, πρόσωπο της χώρας. Γιατί, βέβαια, η Ελλάδα είναι αλλού και είναι αλλιώς και δεν εξαντλείται στους γυάλινους τίποτε που ασκούν απρόσκοπτα την βελούδινή τους τρομοκρατία, μετατρέποντας τους πολίτες σε πολτό τηλεθεατών και επιβάλλοντας στα κόμματα να παρακολουθούν μουδιασμένα την ασυδοσία τους. Επειδή η τηλεόραση είναι δύναμη, ορίζει πρότυπα, προτείνει αφ’ υψηλού συμπεριφορές και επιβάλλει πολιτικές και πολιτικούς (κοινώς μούρες).
 Η τηλεόραση έχει τη, σχεδόν μεταφυσική, δυνατότητα να «αγιοποιεί» ό,τι παρουσιάζει και να «ηρωοποιεί» τους εκλεκτούς της. Κάτι που συνέβαινε εξάλλου και στη ζωγραφική από πάρα πολύ παλιά.
 Προσέξτε αυτόν τον πίνακα: Είναι η περίφημη Madonna της οικογένειας Πεζάρο, εγκαθιδρυμένη στην εκκλησία Santa Maria Gloriosa dei Frari της Βενετίας. Βρισκόμαστε ήδη στην εποχή που η ζωγραφισμένη εικόνα αποθεώνεται και αποθεώνει, που γίνεται το σύμβολο της αστικής υπεροχής και ένα τόσο ισχυρό προσομοίωμα της πραγματικότητας, ώστε να μυρίζει αθανασία. Επίσης εντυπωσιάζει και υποβάλλει, καθιστώντας μοναδικούς τους απεικονιζόμενους, σαν ένα είδος χειροποίητης τηλεόρασης. Στον πίνακα αυτόν, υπάρχουν υπόγειοι διαγκωνισμοί της οικογένειας, ιστορικά γεγονότα, πολιτικές ίντριγκες, πάθη και τεχνικές προβολής, όπως και σήμερα. Υπάρχει όμως και η ισχυρή βούληση του δημιουργού που καθιστά την ανάγκη ή την παραγγελία αισθητική υπέρβαση.
 Προσέξτε πάλι: ο γονατισμένος αριστερά είναι ο Jacopo Pesaro, δομινικανός επίσκοπος Πάφου και παπικός Λεγάτος –πρώιμη πτυχή του Κυπριακού!- ο οποίος, επικεφαλής του παπικού και του βενετσιάνικου στόλου, νίκησε τους Τούρκους στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) στις 20 Μαΐου 1503. Πίσω του υποκλίνεται ένας τούρκος αιχμάλωτος και κυματίζει δαφνοστεφανωμένη η σημαία των οικογενειών Borgia και Pesaro. Η Madonna, εκκοσμικευμένη, σαν το κορίτσι της διπλανής πόρτας –ή την τρέχουσα ηγεσία της Εκκλησίας- στέκεται έκκεντρα για να φωτιστούν όλα τα πρόσωπα του panel. Δεξιά, γονατισμένοι οι αδελφοί του Jacopo και ο μικρός ανιψιός του, ο πρίγκιπας Niccolo, που γεννήθηκε μόλις το 1515, κοιτά το κοινό θέλοντας να συνδέσει την τέχνη με τη ζωή. 
 Σύνδεσμος ανάμεσα σε τρεις ομάδες προσώπων είναι ο Απόστολος Παύλος με το κλειδί του Παραδείσου. Κοιτά τον Pesaro στο αριστερό γκρουπ, σκύβει προς τη Madonna και δείχνει προς το δεξιό γκρουπ. Η σύνθεση έχει στραφεί κατά τα 3/4 σαν να κάνει η κάμερα traveling, ενώ η περίοπτη κίνηση τονίζεται από τους δύο τεράστιους κίονες. Το πλάνο είναι ανοιχτό, ώστε να φωτίζονται επαρκώς όλοι οι πρωταγωνιστές. Στο κέντρο, τα τρία βασικά χρώματα οργανώνουν την εικόνα. Επάνω, αγγελάκια μεταφέρουν τα σύμβολα του Πάθους, μια βυζαντινή υπόμνηση του χρέους του Χριστού. 
 Όλα είναι ωραία, μεγάλα, φωτισμένα και αιώνια, έστω και αν δεν σώζεται πια ούτε η σκόνη των εικονιζομένων. Ψευδαίσθηση, πραγματικότητα, ζωή και θάνατος, το αιώνιο παιχνίδι που παίζουν οι μυημένοι και οι δυνατοί. Όσοι κάνουν δηλαδή την τέχνη προέκταση της καθημερινότητάς τους και αντιστέκονται. 
κ. Μάνος  Στεφανίδης είναι τ. Επιμελητής  της Εθνικής Πινακοθήκης,
συγγραφέας, κριτικός τέχνης, καθηγητής  Πανεπιστημίου.