Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Η λιμνοθάλασσα στην ποίηση του Κωστή Παλαμά


                                                                        Της Ελένης Πλακίδα*

Για να μιλήσει κανείς για έναν ποιητή σαν τον Παλαμά, σε μια τέτοια εκδήλωση, σε μία τέτοια πανηγυρική ώρα, θα χρειαζόταν ίσως η ευφράδεια ενός Αλκιβιάδη, φιλτραρισμένη από τον Πλάτωνα. Κι αυτό γιατί το έργο του Παλαμά, τέχνη μαζί και νόηση, αρχή πολιτισμού και ιστορίας, ψυχογραφία και κοινωνική απολογία, αγώνας για την κατάκτηση ανώτερων πνευματικών μορφών και πανανθρώπινων συμβόλων, ξεπερνά τα όρια μιας φιλοσοφίας περιτειχισμένης από δόγματα και τύπους. 



Από πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα σύνορα του παλαμικού κόσμου, ποιοι νόμοι τον ρυθμίζουν δείχνοντάς τον σε μία πλήρη ενότητα λαμπρό και αποθεωμένο στις φλόγες και τις ανταύγειες ενός πανθεϊστικού λυρισμού, δε μας έχουν πει ακόμη οι πολυάριθμοι ερευνητές του.

 
 Ο Παλαμάς είναι πάνω απ’ όλα ένας λυρικός ποιητής. Από τα μεγάλα πάθη, τα αιώνια γνωρίσματα, τις βαθιές συγκρούσεις των κόσμων, χαμηλώνει πολύ συχνά ως τον καθαρό λυρικό οίστρο. Αθροίζει τις παιδικές νοσταλγίες, χαιρετίζει τη λιμνοθάλασσα, τραγουδάει το ερωτικό σκίρτημα και κλαίει τη σπιτική θλίψη. Κάνει τραγούδι τον πικρό και αδιάφορο βίο της προσωπικότητας, που εμόνασε στερημένη σε μία αστική ζωή, για να ιερουργήσει το κλέος της Μούσας. 

Οκτώ μόλις χρονών έρχεται ορφανός στο Μεσολόγγι, σε ένα σπίτι που η πληγωμένη ευαισθησία του το ένιωθε κρύο και πένθιμο. Μαθητής ακόμα σεργιάνιζε στους δρόμους του Μεσολογγίου, κρατώντας στο χέρι του το μόνο βιβλίο που διάβαζε τότε, το Γερο-Σταθη του Λέοντος Μελά. Το Μεσολόγγι των παιδικών χρόνων του Παλαμά του έδωσε τις οδυνηρές μνήμες της ορφάνιας και της μοναξιάς, αλλά και την περηφάνια από την πρώτη ποιητική αφόρμηση, το πρώτο ξεκίνημα για την κατοπινή δόξα. (Τραγούδι “Το σπίτι που γεννήθηκα”) 


Από τη ζωή του στο μικρό τούτο τόπο μία εικόνα έχει εντυπωθεί μέσα του. Η εικόνα της μαγευτικής και μεγάλης λιμνοθάλασσας, εικόνα ειδυλλιακή και επιβλητική. Κοιτάζοντας προς το Βορρά έβλεπε τα αγριεμένα βουνά της Ρούμελης και του Βάλτου, τη Γκιώνα και το Ζυγό, που πάνω τους φτερούγιζαν ακόμα οι ίσκιοι των Κατσαντωναίων, των Γριβαίων και του Καραϊσκάκη. Αλλά κι από το αντίθετο μέρος, το βλέμμα του αντίκριζε μια θεϊκιά λιμνοθάλασσα, με τα ωραιότερα δειλινά του κόσμου, όταν ο ήλιος βυθίζεται πέρα προς το Ιόνιο Πέλαγος.



Στους μοναχικούς του περιπάτους το δειλινό, το πρωί ή τη νύχτα με το υπέρλαμπρο φεγγάρι να αντιφεγγίζεται στα νερά της λίμνης, εξομολογιόταν στον εαυτό του και θαμποχάραζαν μέσα του οι πρώτες ιδέες, τα πρώτα ερωτήματα κι αινίγματα. Με τα μάτια ολάνοιχτα και βαθιά, ξάνοιγε τη γύρω υπέρκαλλη φύση κι άκουγε τις μυστικές λαχτάρες της ζωής με μια φωτιά που του κατάκαιγε τη σάρκα και το πνεύμα. Αργότερα μας έδωσε την τότε ψυχική του κατάσταση στο δεύτερο σονέτο των “Πατρίδων”:

Στη νησόσπαρτη λίμνη, που το μαϊστράλι
από θαλασσινή δυναμωμένο αλμύρα
Ταράζει πέρα το φυκόστρωτο ακρογιάλι,
Μ’έριξε εκεί πεντάρφανο παιδάκι η μοιρα.
Μα την αθώα εκεί παιδιάτικην ειρήνη
Και πουθενά δε γνώρισα. Μόνο τη θλίψη
Και τη σπίθα του νου που μια φωτιά έχει γίνει.

Η μεσολογγίτικη λίμνη, η ρηχή, η ήμερη, η πλατιά και μεγάλη παίζει το ρόλο της στοργικής μάνας για τον Παλαμά, του παραστέκεται στην ορφάνια και γαληνεύει την τρικυμία της ψυχής του.

Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ‘ζησα 
κοντά στ’ ακρογιάλι,
Στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
Στη θάλασσα εκεί την πλατιά τη μεγάλη.
Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου 
Και ποια ανεμοζάλη που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες
Πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ’ ακρογιάλι;

Η λιμνοθάλασσα με τα νησάκια τ’ αλατόπηχτα και τα φυκοστρωμένα, που την αναταράζει ο Βοριάς κι ο Νοτιάς αντιπαλεύοντας, που μακριά στον καταποτήρα της βασιλεύει σαν υπέρλαμπρο κοράλι ο ήλιος, αυτή η λιμνοθάλασσα ενέπνευσε έναν Παλαμά. Έτσι μπορούμε να χαρούμε την Τρισεύγενη, όπου ο ακράτητος λυρισμός του απλώνεται από το πιο απλό και τρυφερό αίσθημα ως την προφητική εποπτεία της ιστορίας και των πεπρωμένων της φυλής του και από την πιο προσωπική έγνοια ως τις αιώνιες λαχτάρες του ανθρώπου.

Καθάρια Ρουμελιώτισσα και παινεμένη Βλάχα
Κάνω σαν όλη μέσα μου τη Ρωμιοσύνη να ‘χα,
Και μες στης βαλτοθάλασσας τα ρήχη καθρεφτίζω 
Την όψη και τα ήσυχα νερά της τα φωτίζω
Τη νύχτα με τα μάτια μου…
Κι όλο αγναντεύω χαϊδεμένη από το μαϊστράλι
Μακριά, σα να ερωτεύτηκα της Πάτρας το κανάλι…
Με ξέρουν, κόρη και ‘ξωθειά και μάισσα δίχως μάγια…
Κι η λίμνη η φεγγαρόστρωτη αχτίδα απ’ το φεγγάρι

Αλλού η νοσταλγία είναι ατόφια - μιλά κατευθείαν στην καρδιά.

Στο Βασιλάδι χτύπησα με το σκληρό καμάκι
Για το ξανθό αυγοτάραχο τον κέφαλο, ψαράς.
Ξενύχτησα στης Κλείσοβας το πρόσχαρο εκκλησάκι,
Ξεφαντωτής αρματωλός, του πειρασμού ραγιάς…
Μ’έδειρες λιμνοθάλασσα, με πήρες Μισολόγγι.
Δαρμοί, πληγές αγιάτρευτες, ονείρατα αδειανά.

Χρόνια μετά, εγκαταστημένος στην Αθήνα, ο Παλαμάς νοσταλγεί το Μεσολόγγι, τη μικρή Ιθάκη του και μονολογεί. 

Και κάθε φορά που μπροστά η πρωτάνθιστη ζωούλα προβάλλει,
Και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα των πρώτων μου χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι
Στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα
Να ζούσα και πάλι
Στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη 
Στη θάλασσα εκεί την πλατιά τη μεγάλη

Η λιμνοθάλασσα εδώ είναι ένας χώρος προσωπικής μνήμης και το μεσολογγίτικο τοπίο γίνεται το έναυσμα για ένα εσωτερικό ταξίδι σε προσωπικά συναισθήματα και απογοητεύσεις. Η ήρεμη θλίψη και το έντονο παράπονο του ποιήματος υπηρετείται θαυμάσια από την επιλογή του μεσοτονικού μέτρου (Τραγούδι “Μια πίκρα”). Η ήρεμη θάλασσα ανάγεται σε σύμβολο της αθωότητας της παιδικής ηλικίας και της εξιδανίκευσης των πρώτων εμπειριών. Η ποιητική φωνή ξαναγυρνάει νοερά μέσα από όνειρα ή αναμνήσεις στην ακίνητη και πλατιά θάλασσα. Βέβαια υπάρχει και μια άλλη θάλασσα εσωτερική αυτή τη φορά, γλυκιά και πελώρια.

Η Κλείσοβα είναι ένα μικρό νησάκι δίπλα στο Μεσολόγγι, ξακουστή στην ιστορία της Επανάστασης και την πολιορκία της πόλης. Με το ποίημα “Εις το νησί της Κλείσοβας” ο Παλαμάς επιστρέφει στην αθωότητα.

Εις το νησί της Κλείσοβας το ξακουστό
Θα πάμε να περάσουμε το καλοκαίρι,
Πετάλι να χορτάσουμε λαχταριστό,
Εγώ φτωχός ψαράς, κι εσύ πιστό μου ταίρι…
Η λίμνη μας, νυφούλα ήμερη, λαμπρή,
Με ρούχα γαλανά. Τα ψάρια το προικιό της.
Βραχιόλια οι καλαμωτές, εμείς γαμπροί, 
Κι εσύ η ευτυχία της, το όνειρό της.

Η λιμνοθάλασσα χάρισε στην ποίηση τον Παλαμά, που πάνω του ακούμπησε η Ελλάδα. Άραγε αυτή τη λιμνοθάλασσα, έτσι όπως την κακοποίησαν και την κούρσεψαν οι σύγχρονες οικονομικοτεχνικές συνθήκες, θα την αναγνώριζε ο ποιητής σήμερα; Άραγε θα μπορούσε να ξαναπεί

Σα σε βλέπω πάντα να ‘σαι 
Δίχως κύμα αγριωπό, 
Να γελάς και να κοιμάσαι
Λίμνη σ’ αγαπώ.

*Ομιλία της φιλολόγου του 2ου Λυκείου Μεσολογγίου στο Πανελλήνιο Μαθητικό Συνέδριο που διοργάνωσε το Κολλέγιο Αθηνών και το Ίδρυμα Κωστής Παλαμάς  στις 24 Ιανουαρίου 2020 και φιλοξενήθηκε στο θέατρο  του Κολλεγίου Αθηνών στο Ψυχικό.