Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Η τυχερή Γενιά

Του Γιώργου  Σαρρή*
 Όταν  επιστρέφω στις  αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, κι αυτό γίνεται συχνά όσο τα χρόνια προχωρούν, αναλογίζομαι πόσο ευνοημένος υπήρξα για την χρονική περίοδο που ήρθα στη ζωή και μάλιστα από γονείς απλούς και σεμνούς,  ανθρώπους του μόχθου.
 Η περίοδος της κατοχής που γεννήθηκα, του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε και η  μετεμφυλιακή ήταν περίοδοι δυστυχίας και πόνου.
 Θεωρώ ότι είμαστε τυχεροί όσοι γεννηθήκαμε αυτή την περίοδο σε κτηνοτροφικές οικογένειες  που ζούσαν  ημινομαδικά, γιατί βασικά αγαθά του πολιτισμού όπως το νερό και το ρεύμα δεν είχαν μπει ακόμα στα σπίτια μας και οι δύσκολες συνθήκες  διαβίωσης μας έκαναν να συνειδητοποιήσουμε πολύ νωρίς, ότι οι γονείς μας πέρα  από την αγάπη τους και την στοιχειώδη βοήθεια να τελειώσουμε τις Γυμνασιακές σπουδές, δεν είχαν και δεν μπορούσαν τίποτε άλλο να μας δώσουν.
 Έτσι  αναγκαστήκαμε να ωριμάσουμε πρώιμα και να ξεκινήσουμε ένα ωραίο ταξίδι γεμάτο όνειρα και ελπίδες και να περάσουμε μέσα από κύκλωπες και λαιστρυγόνες για να φτάσει ο καθένας  μας στην δική του Ιθάκη.
 Προσωπικά υπήρξα τυχερός και για άλλους λόγους. 
Γιατί έζησα σε δυο ευλογημένους τόπους, πλάι σε μια ρηχή και ήρεμη θάλασσα που έκανε τους χειμώνες ήπιους και σε ένα παραδεισένιο χωριό μέσα στα δάση και τις καταπράσινες  βουνοκορφές της Σαράνταινας, που πέρασα τα καλοκαίρια της πρώτης μου νιότης.
 
 Έτσι κατέγραψα βαθειά μέσα στην ψυχή μου μιας άλλης ποιότητας εμπειρίες και  συμπεράσματα, εντελώς διαφορετικά από αυτά που κατέγραψαν για την ζωή όσοι της ηλικίας μου έζησαν  έναν  άλλον, πιο άνετο, τρόπο ζωής.
  Ήμουν τυχερός γιατί μέσα στο σπίτι μας  ζούσε μαζί μας ο παππούς και η γιαγιά  και μας αφηγήθηκαν ιστορίες των βαλκανικών πολέμων και παραμύθια, κυρίως  όμως μας δίδαξαν το βασικό υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου,  από πού έρχεται  και που πορεύεται.
 Είμαστε τυχεροί γιατί φοιτήσαμε σε σχολεία που διδάσκονταν ακόμη τα κλασικά  γράμματα και υπήρχαν δάσκαλοι που θεωρούσαν ως πρόοδο των μαθητών τους την καλλιέργεια της ψυχής, που πολλαπλασιάζει την ανθρωπιά και νοηματίζει την πολιτιστική διαδρομή της κοινωνίας.
 Είμαστε τυχεροί γιατί τότε το ρολόι του χρόνου δεν είχε ακόμη ξεκουρδιστεί και οι εποχές έρχονταν στην ώρα τους και ήταν τέσσερες  και όχι  δύο που λαγάρισαν στις μέρες μας.
 Πίναμε νερό γάργαρο και δεν είχαμε τον φόβο μη και τελειώσει.
 Κολυμπούσαμε σε καθαρές θάλασσες  κι ο αέρας  που αναπνέαμε ήταν αμόλυντος.
 Μικρό παιδί έβλεπα τον πατέρα μου να καλιγώνει τα άλογα και τη μάνα μου να σκιάζει το νοικοκυριό της για να το μεταφέρει την άνοιξη στα βουνά και το φθινόπωρο στον κάμπο. 
 Τα βράδια στη στάνη τοποθετούσαμε το κακκάβι με το γάλα στη φωτιά επάνω σε δυό πέτρες κι ο πατέρας  μου σήκωνε ένα αναμμένο δαυλί, να δει μέσα στο σκοτάδι αν έβρασε το γάλα. Κι η μάνα μου έστηνε τον όρθιο ομηρικό αργαλειό να υφάνει και όταν έπεφτε το σκοτάδι της νύχτας άναβε το φυτίλι του λύχνου για να φωτιστεί το σπίτι. 
Τότε όμως δεν είχα καταλάβει πόσο τυχερός ήμουν που ζούσα σε τέτοιες συνθήκες σαν κι αυτές που οι άνθρωποι της υπαίθρου έζησαν από την αρχαιότητα ως τις ημέρες εκείνες.
  Όταν τη δεκαετία του '50 ερχόταν μια φορά την εβδομάδα στην Άμπλιανη ο Ταχυδρόμος και τύχαινε να φέρει καμιά εφημερίδα της περασμένης εβδομάδας για να πληροφορηθούμε τα νέα από τον κόσμο, δεν είχα επίσης συνειδητοποιήσει πόσο τυχεροί είμαστε, που δεν είχαμε ανοιχτά "παράθυρα" στην τηλεοπτική απάτη και την  έντυπη παραπληροφόρηση.
 Σήμερα καίτοι ζούμε την τρίτη πολιτιστική περίοδο της ιστορίας, που την χαρακτηρίζει η ραγδαία επιστημονική ανάπτυξη και η ιλιγγιώδης επιτάχυνση της τεχνολογίας και γινόμαστε χρήστες των επιτευγμάτων αυτών, δεν μπορούμε  να πούμε ότι νοιώθουμε το ίδιο ευτυχείς, όσο τις δύο προηγούμενες ιστορικές  περιόδους που ορισμένοι τις ζήσαμε και τις δύο.
 Και δεν είμαστε ευτυχείς γιατί η εικόνα της παγκόσμιας καθημερινότητας όλο και  περισσότερο σκοτίζει τον ορίζοντα που αντικρίζουμε μπροστά μας.
 Οι πάγοι στους πόλους που ρυθμίζουν το κλίμα της γης λιώνουν, τα σπίτια που μας στεγάζουν παγιδεύονται, το ψωμί γίνεται όλο και πιο πικρό και την νέα γενιά ακολουθεί σαν σκιάχτρο η αβεβαιότητα και ο τρόμος.
 Έτσι οι νέοι πορεύονται χωρίς όνειρα και ελπίδες και η καρδιά τους, η γεννήτρα των αισθημάτων, γίνεται πέτρινη με αποτέλεσμα να βλέπουμε συχνά στις τηλεοράσεις εκδηλώσεις βίας  που αγγίζουν την βαρβαρότητα.

*Ο κ. Γεώργιος Σαρρής είναι λογοτέχνης - συνταξιούχος υπάλληλος του ΟΤΕ