Της Μαρίλης Χαραμή
Κοιτώ το γιλέκο το περίτεχνο και προσπαθώ μέσα από τα μισάνοιχτα κουμπάκια του να ψηλαφίσω τον χτύπο της καρδιάς της. Γυρίζω πίσω 192 χρόνια και τη βλέπω εκείνο το πρωινό του Λαζάρου ν' ανοίγει το σεντούκι και να βγάζει στο φως την καλή της τη φορεσιά. Εκείνη που θα φορούσε στο γάμο της. Είναι μόλις 20 χρονών. Ένα παιδί για την εποχή μας. Μια γυναίκα για τότε. Τα παλικάρια στα μέρη της είναι κι αυτά άντρες. Στα 23 τους ήταν ήδη εκλεγμένοι στρατηγοί. Όπως ο Θανάσης ο Ραζη-Κότσικας ο άνδρας αγαπημένης παιδικής της φίλης.
Σαν το δικό της το σεντούκι, ανοίγονται όλα τα σεντούκια της πόλης. Και βγαίνουν οι φορεσιές οι χρυσοκέντητες. Κι όλοι ντύνονται με τα καλά τους. Όχι με φλύαρα γέλια και σαματά, αλλά με σοβαρότητα και σιωπή, έτσι όπως αρμόζει στη νύχτα που θα ακολουθήσει. Ο αέρας μυρίζει καμένο ξύλο. Είναι τα νυφιάτικα κρεβάτια που καίγονται για να μην μείνει πίσω τίποτε ιερό που θα μπορούσε να μαγαριστεί.
Κοιτώ το γιλέκο το περίτεχνο και προσπαθώ να τη φανταστώ παιδούλα να το υφαίνει στον αργαλειό της, να το ράβει, να το στολίζει με σιρίτια. Μια διαδικασία που απαιτεί πολύ χρόνο, μεγάλο κόπο, εξαιρετική επιδεξιότητα. Μόνο και μόνο για εκείνην τη μοναδική μέρα της ζωής της. Ή μήπως είναι τσόχινο κι αγορασμένο από κάποια φημιστή τεχνίτρα της εποχής; Όπως και νάχει, είναι ένα γιλέκο ζηλευτό γιατί η Ελένη Στάικου είναι μια αρχοντοπούλα.
Και η μέρα έφτασε. Ήρθε η ώρα να το φορέσει. Κόκκινο σαν το αίμα, Μωβ σαν τις πασχαλιές που έχουν ήδη ανθίσει, Ασημί σαν το φως του φεγγαριού..., του φεγγαριού που αναπάντεχα βιάζεται να ξεπροβάλει μέσα στη νύχτα ανάμεσα στα πυκνά σύννεφα και να προδώσει για δεύτερη φορά το σχέδιο.
Η Ελένη Στάικου είναι μια "εξοδίτισσα". Ένα από τα 10.000 άτομα που θα αποπειραθούν να δώσουν ένα αξιοπρεπές τέλος στην μακρόχρονη πολιορκία της πόλης τους. Είναι όλοι σύμφωνοι. Οι γηραιότεροι και ανήμποροι μένουν πίσω, μέσα στο αρχοντικό του Χρήστου Καψάλη. Οι υπόλοιποι χωρισμένοι σε 3 ομάδες θα βγουν από ισάριθμες εξόδους. Από αυτούς περίπου 3000 είναι μόνον αρματωμένοι. Τελικός τόπος προορισμού το μοναστήρι του Αη Συμιού στις ράχες του όρους Ζυγός.
Η Ελένη Στάικου είναι στην ομάδα με τα γυναικόπαιδα, με αρχηγό τον θηριώδη Δημήτρη Μακρή. Αν τα καταφέρει και φτάσει στο μοναστήρι, θα συνεχίσει για τα μέρη του βάλτου όπου βρίσκεται η υπόλοιπη οικογένειά της με τα μικρότερα αδέλφια της. Το σχέδιο όμως έχει ήδη προδοθεί από έναν μωαμεθανό αιχμάλωτο που μπόρεσε να δραπετεύσει. Έτσι τελευταία στιγμή το σχέδιο αλλάζει και οι πιο αδύναμες ομάδες του Νότη Μπότσαρη και του Μακρή βγαίνουν πρώτες για να φυλάξουν τα νώτα οι αρματωμένοι.
Ξέρουμε πως εκείνη τη φοβερή νυχτιά που έμελλε να συγκλονίσει ένα μεγάλο μέρος του τότε κόσμου, και να μετατρέψει την ιστορία του Έθνους σε ιστορία του Κράτους μας, μόνον 1500 περίπου κατάφεραν να σπάσουν τον κλοιό του εχθρού, να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, να διαφύγουν και να επιζήσουν. Μεγάλο μέρος των πολεμιστών καθώς και σχεδόν όλα τα γυναικόπαιδα σκοτώθηκαν. Οι συσπειρωμένοι στο αρχοντικό-μπαρουταποθήκη του Καψάλη, είδαν τον ιδιοκτήτη του να ρίχνει τον πυρσό στα πυρομαχικά και να προκαλεί τη φοβερότερη επιχείρηση αυτοθυσίας και δολιοφθοράς όλων των εποχών μιας και δεν έχει υπάρξει άλλη ενέργεια που να έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο περισσότερων εχθρών στα ιστορικά χρονικά. (Ούτε καν η επίθεση στους δίδυμους πύργους...).
Η Ελένη Στάικου ήταν στην ομάδα που κάποιες κραυγές απελπισίας "πίσω! πίσω!", την έκαναν να οπισθοχωρήσει και να τρέξει πίσω στην πόλη. Δεν ξέρουμε τι έγινε μετά. Αν την βίασαν, αν την πούλησαν ως δούλα, αν στη συνέχεια κάποιος πλούσιος Έλληνας ή φιλέλληνας την εξαγόρασε στη συνέχεια για να της χαρίσει την ελευθερία της σε ένα ελεύθερο πια κράτος. Δεν ξέρουμε αν πρόλαβε να δει τη λάμψη από την έκρηξη του ανεμόμυλου, την τελευταία σπίθα αντίστασης, από τον ιερωμένο Ιωσήφ Ρωγών. Γνωρίζουμε πως η Ελένη Στάικου τυφλώθηκε και στα δύο μάτια. Πως δεν παντρεύτηκε. Πως έζησε άλλα περίπου 15 χρόνια και πέθανε γύρω στα 1840.
Η οικογένειά της σε όποιο κορίτσι γεννιόταν δεύτερο είχε τιμή να δίνει το όνομά της. Μαζί με το όνομα έδινε και το γιλέκο της, το γιλέκο που φορούσε εκείνο το βράδυ. Έγινε ιερό κειμήλιο και πέρασε από γενιά σε γενιά. Έτσι βρέθηκε στα χέρια της μητέρας του φίλου μου του Κώστα του Ζαρόκωστα. Ελένη κι αυτή. Κι όταν πριν κάποια χρόνια κατάλαβε πως έπρεπε να δώσει τις τελευταίες της οδηγίες, φώναξε δυό μέρες πριν κλείσει για πάντα τα δικά της μάτια τον γιο της και του το εμπιστεύτηκε. Έγνοια για το πιο πολύτιμο...
Κοιτώ το γιλέκο της Ελένης Στάικου. Είναι κρεμασμένο σε μια πέτρα απ' ότι απέμεινε από το τείχος της πόλης του Μεσολογγίου. Δίπλα στο κανόνι. Είμαστε στον κήπο των Ηρώων. Είναι Κυριακή 18 Μάρτη του 2018. Αξιώνομαι να είμαι μια από τους φίλους του Κώστα που μοιράζεται μαζί του τη συγκλονιστική σιωπηρή τελετή παράδοσης του γιλέκου της Ελένης Στάικου στον ιδρυτή του πολιτιστικού χώρου-μουσείου "Διέξοδος", τον κύριο Νίκο Κορδόση.
Από την πλούσια προεπαναστατικά πόλη του Μεσολογγίου μόνον τρία σπίτια έχουν απομείνει μέχρι τις μέρες μας. Ένα από αυτά ανήκε στον άρχοντα Θανάση Ραζη-Κότσικα, τον εκλεγμένο (!) από τους συντοπίτες του αρχιστράτηγο της υπεράσπισης της πόλης τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη πολιορκία της, που σκοτώθηκε στην Έξοδο στα 28 του χρόνια.
Ομολογώ πως πρώτη φορά άκουσα το όνομά του. Προφανώς γιατί η επίσημη ιστορία που γράφεται από εμπαθείς "Μαυροκορδάτους" έχει επιλεκτική μνήμη.
Το σπίτι αυτό μετά την απελευθέρωση πέρασε σε χέρια τρίτων και γνώρισε διάφορες χρήσεις. Ώσπου οι τελευταίοι ιδιοκτήτες του αποφάσισαν να το πουλήσουν. Τότε ο Μεσολογγίτης δικηγόρος Νίκος Κορδόσης έκρινε ότι θα έπρεπε να το αγοράσει για να το σώσει.
"Η Διέξοδος δεν έγινε με περίσκεψη και λογικούς υπολογισμούς" λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος. "Έγινε με παράλογη αισιοδοξία, αγάπη και πάθος. Γιατί μόνον έτσι πραγματοποιούνται τα μεγάλα όνειρα. Ένα μεγάλο όνειρο για μένα ήταν το περιπετειώδες αλλά σπάνιας ομορφιάς ταξίδι που άρχισε το 1999 και σημάδεψε ποικιλότροπα τη ζωή μου. Σταθμοί του ταξιδιού η διάσωση του σπιτιού του Αρχηγού της φρουράς της Εξόδου, η μετατροπή του σε πολιτιστικό Κέντρο αντάξιο του πνευματικού παρελθόντος της Ιερής πόλης καθώς και η ίδρυση ενός Ιστορικού Μουσείου".
"Η Διέξοδος δεν έγινε με περίσκεψη και λογικούς υπολογισμούς" λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος. "Έγινε με παράλογη αισιοδοξία, αγάπη και πάθος. Γιατί μόνον έτσι πραγματοποιούνται τα μεγάλα όνειρα. Ένα μεγάλο όνειρο για μένα ήταν το περιπετειώδες αλλά σπάνιας ομορφιάς ταξίδι που άρχισε το 1999 και σημάδεψε ποικιλότροπα τη ζωή μου. Σταθμοί του ταξιδιού η διάσωση του σπιτιού του Αρχηγού της φρουράς της Εξόδου, η μετατροπή του σε πολιτιστικό Κέντρο αντάξιο του πνευματικού παρελθόντος της Ιερής πόλης καθώς και η ίδρυση ενός Ιστορικού Μουσείου".
Τον παθιασμένο και ονειροπόλο αυτόν άνθρωπο εμπιστεύτηκε ο φίλος Κώστας Ζαρόκωστας και έχοντας τη σύμφωνη γνώμη των παιδιών του, του Αγγελή και της Μυρτώς, καθώς και της γυναίκας του της Έλσας, αποφάσισε να βγάλει από το συρτάρι το γιλέκο της Ελένης Στάικου και να το δωρίσει στη "Διέξοδο".
Ο καλύτερος τόπος παράδοσης ήταν μπροστά στα τείχη.
Τα τείχη που άντεξαν δύο πολιορκίες. Τα τείχη που ειρωνεύτηκε ο Ιμπραήμ "μα καλά τόσους μήνες δεν μπορείτε να πηδήσετε ένα τόσο δα τειχαλάκι;". Τα τείχη που έγιναν σύμβολο παγκόσμιας αξιοπρέπειας εκείνη τη νυχτιά του 1826 ανάμεσα στο Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων.
Κοιτώ το γιλέκο το περίτεχνο της Ελένης Στάικου. Ξάφνου ένα αεράκι σηκώνει το δεξί μανίκι και "χαϊδεύει" το κανόνι. Η φωτογραφική μου μηχανή προλαβαίνει και πιάνει τη στιγμή. Είμαι σίγουρη πως η Ελένη Στάικου, η μικρή μου υφάντρα του Απόλυτου, είναι μαζί μας.
...Σκέψεις και παιχνίδια φαντασίας για ένα "πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη".
Μόνο που το συγκεκριμένο πουκάμισο δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι πιο γεμάτο.....
Μόνο που το συγκεκριμένο πουκάμισο δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι πιο γεμάτο.....