Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Το Φαινόμενο "Έξοδος"



Της Ακακίας Κορδόση*

  Διαπιστώνω συχνά με θλίψη μου πως η Έξοδος του Μεσολογγίου, ένα συγκλονιστικό γεγονός που έχει γίνει μόνο στην Ελλάδα, είναι άγνωστο στους Έλληνες. (Το γνωστό κλισέ «η Έξοδος του Μεσολογγίου» δεν λέει τίποτε – ηρωικές πράξεις έχουν γίνει σ΄ όλη την Ελλάδα). Και τους είναι άγνωστο, γιατί η πολιτεία δεν τους το έχει διδάξει στα σχολεία της, όχι στο μάθημα της ιστορίας αλλά σε ειδικό μάθημα ήθους, πολιτισμού και αξιοπρέπειας, που είχε την υποχρέωση να καθιερώσει.
Και απορροφημένη απ΄ τη διαχρονική της διχόνοια, δεν φρόντισε, από καταβολής Ελληνικού Κράτους, να συντηρήσει και στο εξωτερικό την τρομερή συγκίνηση που είχε προκαλέσει σ΄ όλο τον πολιτισμένο κόσμο η μοναδική αυτή περίπτωση, ώστε και εκεί να μην ξεχαστεί ποτέ. 
 Γιατί, στο άκουσμα της θυσίας του Μεσολογγίου, όλοι οι λαοί -που παρακολουθούσαν από μακριά το δράμα του Μεσολογγίου- συγκλονίστηκαν. Τη νύχτα που μαθεύτηκε στο Παρίσι η φοβερή είδηση, οι εργάτες και οι φοιτητές, κρατώντας αναμμένες δάδες, περικύκλωσαν τα ανάκτορα του Κεραμικού φωνάζοντας: «Το Μεσολόγγι δεν υπάρχει πια!» κι ανάγκασαν τον βασιλιά να ξυπνήσει, να βγει στον εξώστη και να τους υποσχεθεί πως θα βοηθούσαν την Ελλάδα. Και μαζί μ’ αυτόν «ξύπνησαν» κι όλοι οι ισχυροί της «Ιερής (ανίερης) Συμμαχίας» και βοήθησαν στο Ναυαρίνο. Και ο ιθύνων νους της, ο Μέτερνιχ, έστελνε μήνυμα στο Σουλτάνο: «Δεν θα μπορούμε στο μέλλον να σας βοηθήσουμε όπως πριν. Δυστυχώς μεσολάβησε το Μεσολόγγι»
  Όσο για την απήχηση που το γεγονός αυτό είχε στην Τέχνη, εκεί είχαμε μια πραγματική έκρηξη σ’ όλο τον κόσμο: Μεγάλοι δημιουργοί (Γκαίτε, Ουγκώ, Πούσκιν, Λαμαρτίνος, Ντελακρουά, Ντελανσάκ, Νταβίντ ντ’ Ανζέ) εμπνεύστηκαν απ’ αυτό κι έγραψαν, ζωγράφισαν, σμίλεψαν, σπουδαία έργα. Στα θέατρα των μεγάλων πόλεων του εξωτερικού παίζονταν έργα με θέμα το δράμα του Μεσολογγίου και κυκλοφορούσαν χρηστικά και διακοσμητικά αντικείμενα με σκηνές απ’ αυτό. Και δεν είναι τυχαίο που η πρώτη Ιστορία των πολιορκιών και της Εξόδου, που κυκλοφόρησε επτά μόλις μήνες από την Έξοδο, ήταν από έναν ξένο (Αύγουστο Φάμπρ).
  Γιατί, πραγματικά, ήταν κάτι το πρωτοφανές αυτό που είχε συμβεί: Δεν ήταν  ηρωισμός ενός, ή δέκα, ή τριακοσίων ανθρώπων, που, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της πολύπαθης Ελλάδας, πολέμησαν και σκοτώθηκαν. Ήταν η θυσία μιας  ολόκληρης πόλης. Και δεν ήταν ο ηρωισμός μιας στιγμής, όπου ο ήρωας ή οι ήρωες βρίσκονται ξαφνικά μπροστά στον κίνδυνο και τον αψηφούν και σκοτώνονται. Ήταν μια θυσία προμελετημένη και προαποφασισμένη επί ένα χρόνο.  
  Μια πόλη που λόγω της στρατηγικής θέσης της ήταν απαραίτητη στον εχθρό, πολιορκήθηκε απ΄αυτόν, με διακοπές, επί τέσσερα χρόνια και επί ένα χρόνο αδιάλειπτα. Όμως η ψυχική δύναμη των κατοίκων της ήταν τέτοια, που δεν κλονίστηκαν ούτε στιγμή. Μεσ’ στην αντάρα του πολέμου, συνέχιζαν τη ζωή τους σαν να μη συνέβαινε τίποτε. 
  Είχαν φτάσει σιγά σιγά στο έσχατο σημείο της στέρησης και της πείνας (είχαν φάει όλα τα σιχαμερά ζώα της γης) και όμως αρνούνταν δελεαστικές προτάσεις για παράδοση. Και το ήθος τους ήταν τέτοιο, που, όταν τους πρότειναν να βγουν φορώντας τ’ άρματά τους και μόνο οι ξένοι που ήταν μέσα στα τείχη – είτε για να βοηθήσουν είτε για να βρουν καταφύγιο – να τα παραδώσουν, αγανάκτησαν όλοι κι απάντησαν  πως τους ξένους τους αυτοί δεν τους πουλάνε. 
  Κι ενώ η πείνα τούς έκανε σιγά σιγά σκιές ανθρώπων, άρχιζαν, σχεδόν τελετουργικά, να ετοιμάζονται για το Μεγάλο Τέλος. 
  Έκαψαν οι γυναίκες τα «σεμνά» κρεβάτια τους. 
  Μοίρασαν τα ρούχα των δικών τους που είχαν σκοτωθεί, να τα φορέσουν αυτοί που θα έβγαιναν και δεν είχαν, γιατί τα δικά τους ήταν λερωμένα από μπαρούτι ή αίμα. 
  Βουλώσαν οι άντρες με χώμα τα κανόνια του τείχους τους. 
  Έθαψαν στο χώμα το πιεστήριο και τα τυπογραφικά στοιχεία για να μην πέσουν σε χέρια βέβηλα στοιχεία που είχαν καταγράψει τον Ιερό αγώνα τους. 
  Πήραν όλοι, στα τείχη απ΄ το χέρι του επίσκοπου Ιωσήφ και στις εκκλησίες, την τελευταία μετάληψη. 
  Οι μανάδες έδωσαν αφιόνι στα μικρά παιδιά τους, για να μην κλάψουν την ώρα που θα έβγαιναν και ακουστούν.
   Είπαν ο ένας στον άλλο «καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο» και ξεκίνησαν.
  Δεν ήταν δηλαδή απλώς ένα ηρωικό γεγονός αυτό που συντελέστηκε για μια και μοναδική φορά στην Ιστορία του κόσμου. Ήταν μια έκφανση ύψιστου ψυχικού σθένους, ανθρώπινης αξιοπρέπειας και βαθειάς πνευματικής καλλιέργειας
  Η εξήγηση αυτού του φαινομένου βρίσκεται ίσως στο πολιτιστικό υπόβαθρο της τότε πόλης. 
  Γι’ αυτό και η ύψιστη αξιοπρέπεια των κατοίκων της, γι΄ αυτό και η πλήρης συνειδητοποίηση των συνεπειών των πράξεών τους, η αίσθηση  του χρέους τους, γι’ αυτό και η  ήρεμη πορεία τους προς τον θάνατο. 
  Κι έγινε και το άλλο παράδοξο: Όπως η ψυχική και πνευματική τους καλλιέργεια τους βοήθησε ν’ αντέξουν το μαρτύριο και τον θάνατο, έτσι κι από το μαρτύριο αυτό φυτρώσαν λουλούδια του πνεύματος. Θέλω να πώ ότι όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί και πνευματικοί άνθρωποι που γεννήθηκαν μετά στο Μεσολόγγι, οι ποιητές και οι μεγάλοι πρωθυπουργοί, που ήταν κι αυτοί ποιητές, (οι Παλαμάδες και οι Δροσίνηδες, οι Βάλβηδες, οι Τρικούπηδες και οι Δεληγιώργηδες) είχαν πατέρες ή παππούδες που σκοτώθηκαν στην Έξοδο. Το πνεύμα οδήγησε στη θυσία και η θυσία πάλι στο πνεύμα.
  Πώς να τα πεις όλ’ αυτά σε ανθρώπους που δεν τα διδάχτηκαν, που δεν τα ξέρουν;
  Και το μεγάλο ερώτημα: Γιατί να μην τα ξέρουν;
  Γιατί η Πολιτεία να μην έχει συντηρήσει, όχι μόνο στην χώρα αλλά και σ’ όλο τον κόσμο, τη μνήμη αυτού του μοναδικού γεγονότος, όπου το πνεύμα νίκησε την ύλη; 
  Γιατί να μην καλεί κάθε χρόνο, φιλοσόφους και συγγραφείς και διανοητές απ’ την Ελλάδα και το εξωτερικό να μελετούν και να αναλύουν αυτό το ψυχικό και πνευματικό επίτευγμα που δείχνει πως το πνεύμα διέπρεψε στην Ελλάδα και στους νεότερους χρόνους. 
  Γιατί να ξεχνάει; 
  Το να ξεχνάει κανείς το κακό που του έχουν κάνει, είναι καλό – είν΄ ένα είδος προσαρμογής του στη ζωή. Όταν όμως ξεχνάει το καλό, οδηγείται στην αχαριστία, το μόνο διαρκές αδίκημα.
  Και η Ελληνική Πολιτεία, ξεχνώντας το καλό που της έχει κάνει το Μεσολόγγι, έχασε την ευκαιρία να δίνει εσαεί πρότυπα, ώστε να γίνεται η χώρα καλύτερη, αλλά και να μένει πάντα στο προσκήνιο του κόσμου.
  Κι αυτή είναι ίσως η τιμωρία της.

*Από την πνευματική παρακαταθήκη της πεζογράφου Ακακίας Κορδόση