Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΓΑΠΗΤΟΣ (1865-1940) - Ένας παλιός Καραγκιοζοπαίχτης από το Νιοχώρι

                                                        
    
                                                              *Του Μιχάλη Βαλλιανάτου
   
   Όσο κι αν ο Καραγκιόζης είναι ένα θέμα ρετρό, δηλαδή ένα πτώμα ή όπως θά’λεγε ο ποιητής Κατσαρός «καλός, για τσάγια και σαπφείρους», δεν παύει ακριβώς σαν πτώμα που είναι ή σαν φωτογραφία να μας δηλώνει ότι κάποτε υπήρξε ζωντανός, καθημερινός, λειτουργικός. Κάτι δηλαδή, σαν τα ρεμπέτικα, το ΕΑΜ, το Πολυτεχνείο ή τη Μακρόνησο. 

  Γι' αυτή την εποχή θέλω να μιλήσω: τέλη του 19ου αιώνα με πρώτη τριακονταετία του 20ου. Τότε που ο Καραγκιόζης ήταν το μοναδικό θέαμα της μικρής Ελλάδας με γνήσια λαϊκές ρίζες. Και ειδικότερα για τον αθυρόστομο μακροχέρη στην Αιτωλοακαρνανία.
  Αν η Ήπειρος έχει μια μεγάλη παράδοση στο Θέατρο Σκιών λόγω Αλή-Πασά — είναι γνωστό ότι στην Αυλή του δίνονταν παραστάσεις Καραγκιόζη — ή αν ο Μοριάς, λόγω της οικονομικής του άνθισης, συνέτεινε στην ανάπτυξη της καραγκιοζοπαικτικής τέχνης, η ξερή και άγονη Δυτική Στερεά ήταν ο χώρος που δέχτηκε τις επιδράσεις τους.
 Έτσι κι εδώ έχουμε μεγάλους ντόπιους λαϊκούς καλλιτέχνες, όπως τον  Αγαμέμνονα Κουλούρη,  τον Χαρίλαο Μπασάκο, το  Γιάννη Ρούλια και το Θωμά Αρσενίου απ’ τον Καρβασαρά, τον Αιτωλικιώτη Μέμο Χριστοδούλου και, τέλος, το Νιοχωρίτη Βασίλη Αγαπητό.
  Για τον τελευταίο, λοιπόν, ο λόγος. Γι’ αυτόν που ο Γ. Ιωάννου στο βιβλίο του για τον Καραγκιόζη, τον συγκαταλέγει ανάμεσα στους πρώτους μαθητές του Μίμαρου.
  Κοιτάζοντας τη φωτογραφία του Αγαπητού, δε μπορείς να μην τον φανταστείς χωρίς ένα αγιοστέφανο από χοντρό χαρτόνι. Από εκείνο το χαρτόνι, ας πούμε, πού ’φτιαχνε τις φιγούρες του... Ένα σκαμμένο και ανεπιτήδευτα ήρεμο πρόσωπο, μια μορφή απλή που θα μπορούσε να ’ταν και μαραγκός, χτίσης ή μπαλωματής. Εντελώς τυχαία ήταν καραγκιοζοπαίχτης...
 Ο Βασίλης Αγαπητός, λοιπόν, ή Μούλος ή Ζεστός, ήταν νόθος απ’ το Νιοχώρι Μεσολογγίου. Το όνομα Ζεστός του το ’δωσε ο δάσκαλός του ο Μίμαρος (Δημήτριος Σαρντούνης), γιατί Ιούλιο μήνα έπινε τσάι καυτό.
 Βρέθηκε έκθετος στα σκαλιά του κτηνοτρόφου Κώστα Τσάμη, ο οποίος τον περιμάζεψε και τον μεγάλωσε. Έτσι στο Νιοχώρι ήταν γνωστός σαν «ο Βασίλης ο Μούλος».
 Στα 16 του χρόνια (κατ’ άλλους στα 20) γνώρισε τον Μίμαρο, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τη φωνή του και τον πήρε μαζί του ως βοηθό.
   Το 1902 παίζει στο Ανάπλι με το ψευδώνυμο Βασίλαρος (καμιά σχέση, βέβαια, με τον Βασίλη Ανδρικόπουλο, το γνωστό μας δηλαδή Βασίλαρο). Άλλο ψευδώνυμό του ήταν και το Βασίλης Καλλίμαχος ενώ με το όνομα Αγαπητός έγινε μέλος του σωματείου καραγκιοζοπαικτών. 
  Τα μέρη που έπαιξε ο Αγαπητός και που είναι μέχρι στιγμής γνωστά, είναι η Βόνιτσα, το Μεσολόγγι, η Πάτρα και φυσικά, το Νιοχώρι.
  Επίσης είναι γνωστό ότι έχει γράψει και το έργο «δημοτικές εκλογές» το οποίο σώζεται παραλλαγμένο σε τρία φυλλάδια: του Ξάνθου, του Μάνου και του Μουστάκα.
  Για το χαρακτήρα του Αγαπητού, ο Ν. Παναγιωταράς,  καραγκιοζοπαίκτης απ’ την Πάτρα και βοηθός του αρχικά, λέει: «Μια φορά έκλεισε ο λαιμός του και ήταν στενοχωρημένος, πώς θα δινόταν έτσι παράσταση. Σε κάποια στιγμή πήραμε τη μαντόλα του και πήγαμε κάτω απ’ το νέο νεκροταφείο του Νιοχωριού, κείθε προς τη Γουριά.  Κάθισε χάμω σε μια πατουλΐά κι έκανε ασκήσεις ν’ ανοίξει ο λαιμός του.
 ...Χαρτόπαιζε ο Αγαπητός, αλλά ήταν και θρήσκος. Τη μέρα, που ήμασταν ελεύθεροι, με έπαιρνε και πηγαίναμε σε διάφορες εκκλησιές και κάναμε το σταυρό μας.
 Γονάτιζε ο Βασίλης και μού ’λεγε να κάνω το ίδιο και το σταυρό μου. Ύστερα έπαιρνε μια δεκάρα και την έβαζε στο τζάμι της εικόνας του Αγίου.
 Αν το τζάμι κράταγε τη δεκάρα, είχαμε το ποθητό αποτέλεσμα. Ξέραμε ότι το βράδυ θα ’χαμε καλή δουλειά... ».
  Πέρα, όμως, απ’ την τέχνη του ο Αγαπητός έχει μείνει στις μνήμες των παλαιοτέρων και για έναν άλλο λόγο. Ο Καραγκιόζης του υπήρξε η αιτία ενός φόνου, ενός φόνου που ήταν αποτέλεσμα της λειτουργικότητας που είχε ο Καραγκιόζης εκείνη την εποχή σα λαϊκό θέαμα. 
 Συγκεκριμένα, ο Αγαπητός στα 1892 είχε πάει να παίξει στη γενέτειρά του, στο Νιοχώρι. Εκεί ζούσε ένας κοντόσωμος και μονόχνοτος άνθρωπος, ονόματι Στάθης Κολώνιας.
 Το βράδυ, λοιπόν, της 25ης Ιουλίου κι ενώ ο Καραγκιόζης έλεγε το ξόρκι που του είχε μάθει ο διάολος, για να τον πάρει με το μέρος του, έγινε το κακό.
 Το ξόρκι, σύμφωνα με το οποίο μπορούσε κάποιος να κάνει τους ανθρώπους ζώα και τανάπαλιν, ήταν «Στα πριμ, στα πρόνια».
 Ο Αγαπητός, όμως, συνέχισε:
 «Στα πριμ, στα πρόνια που στου σπίτ’ τ΄Στάθη τ΄ Κολώνια
 τα μπρούμυτα μπαίνεις τ' ανάσκελα βγαίνεις».
 Αυτό ήταν. Θυμωμένος ο Κολώνιας, πήγε την άλλη μέρα στον Αγαπητό και τον απείλησε ότι αν το επαναλάβει θα τον σκότωνε. Το ίδιο βράδυ ο Αγαπητός το ξανάπε. Τότε ο Κολώνιας που παρακολουθούσε την παράσταση πυροβόλησε προς το μέρος της σκηνής, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο νεαρός βοηθός του καραγκιοζοπαίκτη, Γιώτας Ζαρνακούπης, από το Αιτωλικό.
 Ένας ντόπιος γιατρός και στιχοπλόκος της εποχής εκείνης, απέδωσε, ως εξής, το γεγονός:
 «Μεθ' ό σύρας πολύκροτον στον Καραγκιόζη ρίχνει κι ο Χάρος υπερκείμενος τον Ζαρνακούπην δείχνει.
 Γιατί κειο το πολύκροτον ήτο πριν του πατρός του
 και δ Γ αυτού επέπρωτο να γίνει ο θάνατός του.
 Tούτο ο πατέρας του παιδιού πώλησε στον Στελλάκην κι αυτός το μετεπώλησεν εις     τον Καλπογιαννάκην και από αυτόν προ ημερών ο Στάθης το λαμβάνει
 ίσως διότι εγέγραπτο ο Γιώτας ν’ αποθάνει.
 Λοιπόν, από τας δώδεκα λήγοντος Ιουλίου
 Κολώνιας ήτο κάτοχος τούτου του πιστολιού
 στους γάμους να πυροβολεί, ως είναι ειθισμένο
 και το ρεβόλβερ έκτοτε έμεινε γεμισμένο
 να χρησιμεύσει εις θάνατον του πρώτου-του κυρίου και εγένετο στας εικοσιέξ           λήγοντος Ιουλίου
 Νιοχώρι, 28 Ιουλίου 1892».
  Και εδώ σταματά και η βιβλιογραφία μου για τον Αγαπητό.  
 Από μια ανακοίνωση του I. Παμπούκη μαθαίνουμε ότι πέθανε στα 1940 από προστάτη στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Πάτρας, ξεχασμένος, αφανής και άγνωστος...

*O Μιχάλης Βαλλιανάτος είναι δημοσιογράφος