Σάββατο 26 Μαΐου 2018

ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ : Ο ξεχασμένος στυλίστας του λόγου


Της Ακακίας Κορδόση*

  Σε μια εποχή που όποιος ξέρει να πιάνει στο χέρι γραφίδα, ή να υπαγορεύει σε κάποιον που ξέρει, μπορεί να «βγάλει» βιβλίο και να βρει κι αναγνωστικό κοινό, αρκεί νάχει ένα «επώνυμο» ή νάχει γίνει γνωστός – ακόμα και σαν δολοφόνος-, που να βρεθεί αλήθεια, καιρός για ξεχασμένους δημιουργούς, για συγγραφείς που τους φέρθηκε άσχημα ακόμα και η εποχή τους !! 
  Αν πει κανείς σήμερα το όνομα Μητσάκης, θα του απαντήσουν ομόφωνα πως όλοι τον ξέρουν – ξέρουν το Γιώργο τους «που του λεγαν τον πόνο τους». Και καλά κάνουν. Δεν είναι μικρό πράγμα να εκφράζει κανείς – και να τραγουδάει – τον πόνο των ανθρώπων. Ποιος όμως ξέρει τον Μιχαήλ Μητσάκη, αυτόν τον ασυμβίβαστο δημοσιογράφο, τον αμερόληπτο κριτικό, τον μανιώδη του ύφους και της περιγραφής, τον κολορίστα της λογοτεχνίας μας; (Μιας λογοτεχνίας που βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα). 
 
  Κι όμως ο Μιχαήλ Μητσάκης ήταν στην εποχή του (στο τέλος δηλαδή του προπερασμένου αιώνα) πασίγνωστος. Προικισμένος με μια ξεχωριστή οξυδέρκεια και οπλισμένος με γερή μόρφωση, μοίραζε τα πνευματώδη και άρτια σε μορφή άρθρα του σ’ όλες σχεδόν τις γνωστές αθηναϊκές εφημερίδες- που όλοι εκτιμούσαν την γνώμη του και, παρότι ήταν πολύ νέος (έλαμψε στη δημοσιογραφία και γενικά στα γράμματα από τα δεκαοχτώ χρόνια του ως τα τριάντα), τον αποκαλούσαν  «μαιτρ».
  Αμετακίνητος στις ιδέες του για την Λογοτεχνία και την αισθητική της, ανεπηρέαστος  στις κρίσεις του κι αμερόληπτος στις κριτικές του, έκανε αγώνα για να προβάλει τον φίλο του και ομότεχνό του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, έβγαλε απ’ την – επαρχιακή – αφάνεια τον Γεράσιμο Μαρκορά και σχολίασε αυστηρά τις ιδέες περί φιλοσοφίας  και ποίησης του Παλαμά. 
  Μετριοπαθής και νηφάλιος απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα, που ακριβώς εκείνη την εποχή έφθανε σε έξαρση, καταδίκασε τις ακρότητες  κι απ’ τις δύο πλευρές. «Θεωρώ»  έγραφε, «ότι το ασφαλές και ευκταίον γλωσσικών μέλλον έγκειται μόνον εις την όσον το δυνατόν ευρυτέραν και ελευθεριωτέραν συγχώνευσιν των δύο κυρίως  διαμαχομένων ιδιωμάτων και όλων ανεξαιρέτως των άλλων γλωσσικών στοιχείων, τα οποία ημπορούν να χρησιμεύσουν εις την βαθμιαίαν παραγωγήν ούτε δημοτικής ούτε καθαρευούσης, αλλά Νεοελληνικής  γλώσσης». Για ν’ αποδείξει πως δεν έχει τόσο νόημα η γλώσσα αλλά η χρήση της, έκανε έναν στυλιστικό άθλο: Έγραψε δηλαδή πάνω στο ίδιο θέμα (ένα σπασμένο άγαλμα έφηβου) και με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο δύο κομμάτια αριστουργηματικά, το ένα σε μια αέρινη  καθαρεύουσα και το άλλο σε μια τέλεια δημοτική.
 Τα άρθρα, τα διηγήματα και οι κριτικές του, γραμμένα σε μια καθομιλούμενη – τότε καθαρεύουσα, καλοδουλεμένη και πλούσια σε εικόνες και μπαλζακικές περιγραφές, μοιάζουν με –αραιές έστω– ψηφίδες ενός μωσαϊκού που δίνει την εικόνα 
της εποχής του. Κι η γλώσσα του αυτή, η εύχυμη και ρέουσα, μοιάζει μ’ εκείνη του Παπαδιαμάντη. Μπορεί να μην έχει τη μαγεία της – ο Μητσάκης ήταν μόνο «ένας  χρονογράφος»  είναι όμως πιο απλή και γι’ αυτό ίσως και πιο κατανοητή για τον σημερινό ράθυμο αναγνώστη. 
  Όμως η ζωή του Μητσάκη δεν ήταν εύκολη. Σαν του Παπαδιαμάντη. Πάλεψε κι αυτός με την  ανέχεια, και σαν τον  Αλσέτ του Μολιέρου – που τόσο είχε μελετήσει – δεν βρήκε πουθενά την ειλικρίνεια και την καλοσύνη που ζήταγε. Η επαφή του με την πραγματικότητα τον πλήγωνε. Καίτοι δούλευε ασταμάτητα, το «εφήμερο» δημοσιογραφικό του έργο δεν του επέτρεπε να ζήσει όπως θάθελε και το όνειρό του να εκδώσει έστω και ένα βιβλίο του – όπως τόσοι άλλοι που αυτός είχε βοηθήσει - δεν στάθηκε δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Η πικρία κι η απογοήτευση άλλαξαν σιγά σιγά τον χαρακτήρα του. Τον έκαναν ευέξαπτο, εριστικό και καχύποπτο.
  Ώσπου, γύρω στα τριάντα του, σαν τον Βιζυηνό και σαν τον Γκυ ντε Μωπασάν – που  ιδιαίτερα αγαπούσε – μπήκε κι αυτός πλησίστιος στο χώρο της τρέλλας. 
 
 Τον έκλεισαν στο άσυλο της Κέρκυρας για κάμποσο καιρό, αλλά μετά  ξαναεμφανίστηκε  στην Αθήνα, κακοντυμένος  κι ατημέλητος – αυτός ο άλλοτε τόσο κομψός – και γύρναγε στα γραφεία των εφημερίδων όπου άλλοτε δούλευε, σαν σκιά  πια του εαυτού του. Οι πρώην συνάδελφοί του έδιναν ένα πιάτο φαγητό, ή τον άφηναν να περνάει εκεί τις  νύχτες του. Κι εκείνος τους άφηνε χαρτάκια με στίχους του,  άλλοτε με κάποιο ειρμό – στίχους που μίλαγαν για το παράπονό του – κι άλλοτε  ασυνάρτητους – σπαράγματα μιας λογικής για πάντα χαμένης. Και τον Ιούλιο του 1916 δημοσιεύτηκε στα «ψιλά» των εφημερίδων η είδηση του βιολογικού, αφού ο άλλος είχε  προηγηθεί – θανάτου του.
 Κανένα μνημόσυνο για τον Μητσάκη, καμιά μνεία του έργου του- που καιρός! Ξεχάστηκε κι αυτός μαζί μ’ όλους τους παραγνωρισμένους. (Κάποτε είχαν ένα κομμάτι του – άκουσα – μέσα σε βιβλία νεοελληνικών. Ύστερα προτιμήθηκαν άλλοι,  φαίνεται, πιο ηχηροί, πιο τυχεροί). 
Όμως οι δημοσιογράφοι τουλάχιστον δεν θάπρεπε  να τον αγνοούν – ή να τον ξεχνούν. Γιατί ήταν κι αυτός ένας «εφημεριδογράφος» και το εφήμερο του – δύσκολου – έργου τους είναι κοινός εχθρός.

*Από την πνευματική παρακαταθήκη της πεζογράφου Α.Κ