… Αποβιβάστηκε στον
σταθμό μιας άγνωστης πόλης. Φόρεσε το σακάκι του γιατί έπιασε ψύχρα, φορτώθηκε τα πράγματά του και ξεκίνησε
να βαδίζει. Περπάτησε στην τύχη δρόμους και δρόμους αναζητώντας το κέντρο της.
Βρέθηκε μπρος στο κιγκλίδωμα ενός μεγάλου δημόσιου κήπου. Μια παράξενη
σιγαλιά τον μαγνήτιζε να μπει μέσα. Η
αλλόκοτη σιγαλιά του κήπου. Μπήκε, προχώρησε
στη δροσιά. Δεν ήταν κήπος, ήταν
κοιμητήριο.
Τάφοι, μνημεία, κάποια στοχαστικά αγάλματα. Βαδίζει στους έρημους διαδρόμους, ανάμεσα σε σταυρούς και μνήματα. Προσπαθεί να καταλάβει. Είναι μόνος του εδώ μέσα. Κάποιοι ψηλοί φοίνικες, κάποια δειλινά πουλιά. Ανακαλύπτει έκπληκτος πως παρά πολλές ηλικίες νεκρών είναι εξαιρετικά νεαρές. Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, είκοσι χρονών. Προσπαθεί να καταλάβει τι έχει συμβεί. Ποια μαζική καταστροφή έχει θερίσει τόσα αγόρια. Τι θανατικό έπεσε.
Θα βγει πάλι έξω στην πλατεία και θα πάει σε ένα μαγαζί απέναντι με εφημερίδες και περιοδικά.
Θα αγοράσει έναν ταξιδιωτικό οδηγό της πόλης. Θα κάτσει σ’ ένα παγκάκι και θα τον ξεφυλλίσει.
Προσπαθεί να μάθει την ιστορία του σιωπηλού κοιμητηρίου. Διαβάζει. Διαβάζει….
Σηκώνει τα μάτια και κοιτά πέρα τη Δύση. Κάτω από τον ουρανό, όλα τα υπόλοιπα, το βλέμμα τα συλλαμβάνει σαν αόριστο νεφέλωμα. Μια νεκρή πολιτεία εδώ έχει κατακυριεύσει τη ζωντανή, σχεδόν το βλέπει. Είναι ο αντικατοπτρισμός που αχνοσαλεύει στην ατμόσφαιρα, μαρμαρυγή ενός πολεμικού χρονικού που άφησε πίσω του μνημεία, μνήματα, σκιές για αλαφροϊσκιωτους, κι έναν εθνικό ποιητή να τραγουδά για ελεύθερους πολιορκημένους. Να ψάλλει τη δόξα που ’χει η μαύρη πέτρα, το ξερό χόρτο.
Είναι ήδη ηλιοβασίλεμα, είναι ήδη κοκκινισμένος ο ουρανός. Εικόνες κόλασης, φωτιές αναμμένες σε καταδικασμένες μάχες. Υπάρχει μάχη που να μην είναι πάντα άνιση; Πάλι ένας καλόγερος τυλιγμένος σε ράσο και φλόγες. Μ’ ένα δαυλό αρπαγμένο στο χέρι. Καχεκτικά αγόρια, σχεδόν παιδιά, που ορμούν και καρφώνονται, περίπου με τη θέλησή τους, σε χρυσοποίκιλτα ξίφη. Γυναικόπαιδα ακολουθούν με πυρετό πείνας και οίστρου στα μάτια. Κουρελήδες άνδρες που χύνονται να σχίσουν με τα νύχια, τα μάγουλα και τα βελούδα της παχιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Για μιαν ελευθερία της στιγμής. Για μιαν αξιοπρέπεια της βιασμένης πατρίδας. Να βρεις μέσα στο χαλασμό το ξίφος σου που το κρατάει ο εχθρός. Να πέσεις πάνω του. Όσο μπορείς πιο κοντά στη μεριά της καρδιάς. Όπως το πουλί στο αγκάθι του βάτου.
Δεν
είναι παραληρήματα ενός ταραγμένου μυαλού, έχουν γίνει. Εδώ τριγύρω που αυτός κάθεται, κάποτε έχουν γίνει. Η σημερινή
ήρεμη γη έχει καταπιεί τόσο αίμα, που της φτάνει να χωνεύει αιώνια. Η ησυχία που εισπράττει πατώντας την είναι από την έκσταση, από το αποκάρωμα. Τι άλλο να περιμένει να δει μετά από όσα έγιναν εδώ; Κι ο
καλόγερος ξανά τυλιγμένος με ράσο και φλόγες. Διασχίζει ορμητικός μαύρους καπνούς, καπνισμένος. Τα γένια
του τα μπερδεύουν σπίθες κι
άνεμος καυτός. Βουή….
Ο ταξιδιωτικός οδηγός την απίστευτη ιστορία που διηγείται την αποκαλεί «Έξοδος» Έξοδος!
Υπάρχει κι άλλο στάδιο της κόλασης; Κι άλλο στάδιο της τρέλας; Της ιερότητας; Υπάρχει μεγαλύτερη γνώση απ’ όση στα μάτια πολεμιστών νεκροζώντανων που σε μια νύχτα άνοιξης και αίματος, αντικρίζουν πόσο η ανθρώπινη καρδιά δεν ξέρει τα όρια της; Ξανακλείνει τον τουριστικό οδηγό και προσπαθεί να συλλαβίσει πάνω στο εξώφυλλο το όνομα του τόπου που βρέθηκε τυχαία: Ιερά Πόλις Μεσολογγίου.
Τάφοι, μνημεία, κάποια στοχαστικά αγάλματα. Βαδίζει στους έρημους διαδρόμους, ανάμεσα σε σταυρούς και μνήματα. Προσπαθεί να καταλάβει. Είναι μόνος του εδώ μέσα. Κάποιοι ψηλοί φοίνικες, κάποια δειλινά πουλιά. Ανακαλύπτει έκπληκτος πως παρά πολλές ηλικίες νεκρών είναι εξαιρετικά νεαρές. Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, είκοσι χρονών. Προσπαθεί να καταλάβει τι έχει συμβεί. Ποια μαζική καταστροφή έχει θερίσει τόσα αγόρια. Τι θανατικό έπεσε.
Θα βγει πάλι έξω στην πλατεία και θα πάει σε ένα μαγαζί απέναντι με εφημερίδες και περιοδικά.
Θα αγοράσει έναν ταξιδιωτικό οδηγό της πόλης. Θα κάτσει σ’ ένα παγκάκι και θα τον ξεφυλλίσει.
Προσπαθεί να μάθει την ιστορία του σιωπηλού κοιμητηρίου. Διαβάζει. Διαβάζει….
Σηκώνει τα μάτια και κοιτά πέρα τη Δύση. Κάτω από τον ουρανό, όλα τα υπόλοιπα, το βλέμμα τα συλλαμβάνει σαν αόριστο νεφέλωμα. Μια νεκρή πολιτεία εδώ έχει κατακυριεύσει τη ζωντανή, σχεδόν το βλέπει. Είναι ο αντικατοπτρισμός που αχνοσαλεύει στην ατμόσφαιρα, μαρμαρυγή ενός πολεμικού χρονικού που άφησε πίσω του μνημεία, μνήματα, σκιές για αλαφροϊσκιωτους, κι έναν εθνικό ποιητή να τραγουδά για ελεύθερους πολιορκημένους. Να ψάλλει τη δόξα που ’χει η μαύρη πέτρα, το ξερό χόρτο.
Είναι ήδη ηλιοβασίλεμα, είναι ήδη κοκκινισμένος ο ουρανός. Εικόνες κόλασης, φωτιές αναμμένες σε καταδικασμένες μάχες. Υπάρχει μάχη που να μην είναι πάντα άνιση; Πάλι ένας καλόγερος τυλιγμένος σε ράσο και φλόγες. Μ’ ένα δαυλό αρπαγμένο στο χέρι. Καχεκτικά αγόρια, σχεδόν παιδιά, που ορμούν και καρφώνονται, περίπου με τη θέλησή τους, σε χρυσοποίκιλτα ξίφη. Γυναικόπαιδα ακολουθούν με πυρετό πείνας και οίστρου στα μάτια. Κουρελήδες άνδρες που χύνονται να σχίσουν με τα νύχια, τα μάγουλα και τα βελούδα της παχιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Για μιαν ελευθερία της στιγμής. Για μιαν αξιοπρέπεια της βιασμένης πατρίδας. Να βρεις μέσα στο χαλασμό το ξίφος σου που το κρατάει ο εχθρός. Να πέσεις πάνω του. Όσο μπορείς πιο κοντά στη μεριά της καρδιάς. Όπως το πουλί στο αγκάθι του βάτου.
Ο ταξιδιωτικός οδηγός την απίστευτη ιστορία που διηγείται την αποκαλεί «Έξοδος» Έξοδος!
Υπάρχει κι άλλο στάδιο της κόλασης; Κι άλλο στάδιο της τρέλας; Της ιερότητας; Υπάρχει μεγαλύτερη γνώση απ’ όση στα μάτια πολεμιστών νεκροζώντανων που σε μια νύχτα άνοιξης και αίματος, αντικρίζουν πόσο η ανθρώπινη καρδιά δεν ξέρει τα όρια της; Ξανακλείνει τον τουριστικό οδηγό και προσπαθεί να συλλαβίσει πάνω στο εξώφυλλο το όνομα του τόπου που βρέθηκε τυχαία: Ιερά Πόλις Μεσολογγίου.
*Από
το λογοτεχνικό πόνημα της Μάρως Βαμβουνάκη
«ο Ντάνκαν γυρεύει τον Θεό».