Σάββατο 21 Μαΐου 2022

 

Ήταν και οι δύο τους φιλέλληνες

                             Του Νίκου Κορδόση*

Πέρασαν δύο  αιώνες από τον Απρίλη του 1824 που στο Μεσολόγγι, στη μικρή αυτή ισοθαλάσσια πολιτεία, πέθανε ο διάσημος  Τζώρτζ Γκόρντον Μπάυρον. Ο αγγλόφωνος ποιητής που ενσάρκωνε τον ρομαντισμό, που οι γυναίκες τον λάτρευαν και οι άντρες τον ζήλευαν. Ο  γνωστός σε όλους ως Λόρδος Βύρων.

 


Το γεγονός αυτό, πέρα από τη βαθειά συναισθηματική του πλευρά, είχε και μια μεγάλη πολιτική και ιστορική σημασία. Άλλαξε εν μέρει  για την Ελλάδα τη ροή των γεγονότων της ιστορίας. 

 

Ο θάνατος του Μπάυρον έριξε για πρώτη φορά όχι απλά το βλέμμα αλλά τους προβολείς της επικαιρότητας στο Μεσολόγγι με αποτέλεσμα, όταν δύο χρόνια μετά  η πόλη με την Έξοδό της   ανέβηκε στο βάθρο της Ιστορίας,  το όνομά του δεν ήταν άγνωστο στον κόσμο.

Η συμπάθεια που προκάλεσε η προμελετημένη και εθελούσια αυτή πορεία  των κατοίκων του προς τον θάνατο συγκλόνισε την παγκόσμια κοινή γνώμη.

Ο Βύρων ξαπλωμένος στο κρεβάτι εκστρατείας που είχε φέρει μαζί του από την Αγγλία, πλημυρισμένος  με λεπτές κορδέλες αίματος στο σώμα από τις αφαιμάξεις που ήταν η μόνη θεραπευτική αγωγή την εποχή εκείνη, σιγοψιθύριζε κάθε φορά που,  σε περιοδικές στιγμές διαύγειας,  άνοιγε τα μάτια του: «Πρέπει να τα πω όλα δίχως να χάσω λεπτό….. δεν έχω καιρό για χάσιμο και δεν πρόκειται να ζήσω πολύ… Καημένη Ελλάδα, καημένη πόλη….»

  

Ήθελε και προσπαθούσε να πει και άλλα αλλά δεν μπορούσε.

Ο Μιλόρδος, όπως τον αποκαλούσαν οι Μεσολογγίτες, είχε τελειώσει.

Το αγγελτήριο μήνυμα του θανάτου του,  που δημοσιεύθηκε,  μέσα σε πένθιμο μαύρο πλαίσιο, στις 9 Απριλίου του 1824 στο φύλλο 39 της εφημερίδας της πόλης, με τα τυπογραφικά στοιχεία και το πιεστήριο που ο ίδιος έχει φέρει από την Αγγλία, γράφει:

  

«Απαρηγόρητα θρηνεί μεταξύ των χαρμοσύνων ημερών του Πάσχα η Ελλάς, διότι αιφνιδίως στερείται από τας αγκάλας της τον πολύτιμον αυτής ευεργέτην, τον Λαμπρόν Λόρδον Νοέλ Βύρωνα…… Θλίβεται και κατάκαρδα λυπείται ο λαός της Ελλάδος στερούμενος τον πατέρα και ευεργέτην …… Εις όλων των πατριωτών τα πρόσωπα η θλίψις και η κατήφεια φαίνονται ζωγραφισμέναι…»  

 Ξημερώνοντας η επόμενη μέρα,  36 κανονιές, όσα και τα χρόνια του Μπάυρον τάραξαν τον ανοιξιάτικο αέρα. Όλη η πόλη έκλαιγε. Η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος με την 1135 απόφασή της  κήρυξε 21 μέρες γενικού πένθους. 

 


Τα μαγαζιά και τα εργαστήρια της πόλης έκλεισαν για τρείς μέρες,   τα Δικαστήρια και τα Υπουργεία σταμάτησαν να λειτουργούν. Το Μεσολόγγι έχανε τον ευεργέτη και προστάτη του, τη στιγμή ακριβώς που τον είχε ανάγκη, τη στιγμή που   ήταν απαραίτητος,  που οι αγώνες του είχαν ανοίξει χαραμάδες αισιοδοξίας και άρχιζαν να αποδίδουνε καρπούς. Η Ελλάδα όλη θρηνούσε και από την άλλη μεριά  τα Οθωμανικά στρατόπεδα πανηγύριζαν.

Ο Μπάυρον είχε πεθάνει.

Δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλη του 1826, ένας άλλος ξένος,  28 μόλις χρόνων, πιασμένος  χέρι – χέρι με την όμορφη  Μεσολογγίτισσα γυναίκα του Αλτάνη  Ιγγλέση και τα δύο μικρά του παιδιά, σκοτώθηκε κάνοντας,  μαζί με όλους τους κατοίκους της αγιασμένης πόλης, την απονενοημένη, αλλά σωτήρια για την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, Έξοδο. Ήταν ο Ελβετός ρομαντικός    Ιωάννης – Ιάκωβος Μάγερ. 

  

Είχε έρθει πριν από τέσσερα χρόνια στην πόλη, όχι ως πλούσιος λόρδος αυτός αλλά ως της μοίρας απόκληρος, όπως τον χαρακτηρίζει  ο Γεώργιος Δροσίνης στον πρόλογο του βιβλίου «Το ημερολόγιο της Πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825-26».   Είχε ασπασθεί την Ορθοδοξία, είχε παντρευτεί και είχε βοηθήσει τους πολιορκημένους σαν γιατρός. Πρωτίστως όμως  είχε καταγράψει λεπτό προς λεπτό τον δραματικό τους Αγώνα ως παρεμβατικός δημοσιογράφος – ο πρώτος στην Ελλάδα δημοσιογράφος. Είχε ζήσει και αυτός τα μαρτύριά τους κι είχε μοιραστεί την τύχη τους αδιαφορώντας στις προτροπές   να φύγει όταν άρχισε να σφίγγει η πολιορκία.

Σε ένα γράμμα που έστειλε τις  παραμονές  της Εξόδου στον παλιό του  φίλο και συνεργάτη Στάνχωπ,  αφού περιέγραψε τη δεινή θέση στην οποία βρίσκονταν το Μεσολόγγι, την πείνα και την δίψα των κατοίκων του, την φρίκη και την εγκατάλειψη απ΄όλους κατέληγε : «Η τελευταία μας ώρα ήγγικεν. Η ιστορία θέλει να μας δικαιώσει και οι μεταγενέστεροι  θέλουν ελεεινολογήσει την συμφοράν μας. Εγώ καυχώμαι διότι εντός ολίγου το αίμα ενός Ελβετού, ενός  απογόνου του Γουλιέλμου Τέλλου , μέλει να συμμειχθεί με τα αίματα  των Ηρώων της Ελλάδος».  

Βύρων και Μάγερ

Δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Δύο διαφορετικές προσωπικότητες.

Ο ένας από την αποικιοκράτισσα Αγγλία, ο άλλος από την δημοκρατική Ελβετία.

Ο ένας διάσημος ποιητής, ο άλλος άγνωστος δημοσιογράφος.

Ο ένας συντηρητικός, ο άλλος φιλελεύθερος, με την έννοια των όρων της τότε εποχής.

Ο ένας πλούσιος γόνος αρχοντικής γενιάς της παλιάς βρετανικής αριστοκρατίας, ο άλλος  άσωτος γιός μιας αστικής οικογένειας.

Ποιο λοιπόν μπορεί  να ήταν  το κοινό χαρακτηριστικό των δύο αυτών, άγνωστων μεταξύ των νέων,  εκτός από το ότι ο δεύτερος εξέδιδε  τα περίφημα «Ελληνικά Χρονικά»,  μια από τις πρώτες εφημερίδες στην επαναστατημένη Ελλάδα, με τα τυπογραφικά μηχανήματα που είχε φέρει από την Αγγλία ο πρώτος;

Ήταν το  ότι και οι δύο  τους, προσανατολισμένοι  από  το άστρο του Αγώνα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, είχαν επιλέξει για  πατρίδα τους  το Μεσολόγγι.

Ήταν η αγάπη τους για την ελευθερία, η αγάπη τους για τη δικαιοσύνη κυρίως όμως  η αγάπη τους για την Ελλάδα.

Ήταν και οι δύο τους φιλέλληνες. 

 

*Δικηγόρος, συλλέκτης και ιστοριοδίφης θεμάτων της Ιερής Πόλης