Τρίτη 5 Απριλίου 2022

 

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ένας αυτόχειρας  ξανθός ιππότης και ελληνολάτρης ουτοπιστής

                                                            Του Γιάννη Μπαρδάκη*

 


 

«Ο Γιαννόπουλος ήταν ένας ωραιότατος νέος, λεβέντης κυπαρισσόκορμος, αλαβάστρινος, με θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανά μάτια, ένας αρχαίος Έλληνας με περιβολή δανδή, δικής του συνθέσεως, ζακέτα γκρι-περλ, χιονάτο πλαστρόν, που διετηρείτο πάντοτε άσπιλο και, αντί άνθους, ένα... γαϊδουράγκαθο στην κομβιοδόχη. Ήταν μια εμφάνιση άφθαστα κομψή, φυσικά εντυπωσιακή και παρ' όλη την ιδιορρυθμία της αντρίκια κι' επιβλητική. Και σπανίως ψυχή ήταν τόσον εναρμονισμένη με το εξωτερικό του ανθρώπου, όπως η δική του: Αγνός, ανεπίληπτος, υψηλόφρων, ευγενής  και αβρός…….».  Έτσι περιγράφει  στο περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» του 1953 ο Σπύρος Μελάς τον Περικλή Γιαννόπουλο.

 

     Η  ωραιολατρική έως ναρκισσιστική  έφιππη αυτοκτονία του,  σε ηλικία 41 χρόνων, στη θάλασσα του Σκαραμαγκά στις 10 Απριλίου 1910, συντάραξε την εποχή του. Όπως αναφέρει ο μυθιστοριογράφος και κριτικός Τάσος Αθανασιάδης σ’ ένα κείμενό του γι’ αυτόν : « ….ξανακέρδισε με  τον θάνατό του  τη δημοτικότητα που είχε χάσει με το έργο του».

     Ο ελληνολάτρης και ουτοπιστής Περικλής Γιαννόπουλος, από Μεσολογγίτες γονείς, γεννήθηκε, όπως και ο Παλαμάς, στη Πάτρα, το 1869. Γονείς του ήταν ο γιατρός Ιωάννης Γιαννόπουλος  και  μητέρα του  η  Ευδοκία Χαιρέτη,  από τη Φαναριωτο-βυζαντινή οικογένεια, μέλος της οποίας  ήταν και ο Άγιος Σπυρίδων ο πολιούχος της Κέρκυρας.

      Τελειώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές στη Πάτρα, πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική, αλλά την εγκατέλειψε στο πρώτο έτος και έφυγε  για το Παρίσι, υποτίθεται για σπουδές οι οποίες  εξελίχτηκαν σε ξέφρενη και ανέμελη ζωή.

     Όταν πέθανε ο πατέρας του, έπαθε νευρικό κλονισμό που επηρέασε τη μετέπειτα ζωή του.  Ανακάλυψε  ξαφνικά ότι σπαταλούσε τη ζωή του και τα νιάτα του ανώφελα και μποέμικα,  με αποτέλεσμα να κλονιστεί περαιτέρω η υγεία του, ψυχικά και σωματικά.

    Το 1893 επέστρεψε στην Ελλάδα, γράφτηκε  στη Νομική Σχολή, χωρίς να ακολουθήσει σπουδές και κλείστηκε στον εαυτό του.

     Η αρχή του 20ου αιώνα με την ξενομανίας της, δεν τον άφησε  αδιάφορο και άρχισε να γράφει ασταμάτητα πύρινα άρθρα στις εφημερίδες της εποχής, χρησιμοποιώντας τη ρητορική του ευγλωττία με διάφορα ψευδώνυμα, όπως «Λωτός», «Απολλώνιος», «Νεοέλλην», «Μαίανδρος» κ.α., προσπαθώντας να πείσει το λαό να απορρίψει τη ξενομανία και να επιστρέψει στην ελληνική παράδοση.

    « ….. Το κτύπημα της ξενομανίας είναι το πρώτον κίνημα, ο πρώτος αγών των ποθούντων να αγωνισθούν δια μίαν αρχήν Ελλάδος. Η ξενομανία είναι χωριατιά, είναι προστυχιά, είναι κουταμάρα, είναι αφιλοτιμία, είναι αφιλοκαλία. Και είναι ξιπασιά. Και είναι αμάθεια».

      Συνέχεια καυτηρίαζε τους νεοέλληνες. Τους προέτρεπε να παρατήσουν τα χαλιά και να ξαναγυρίσουν στα υφαντά!! Τα ωδεία τα χαρακτήριζε  ως  «φονεία».  Η συμπεριφορά του αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να προκαλέσει την αγανάκτηση της  κοινωνίας της εποχής του που τον αποκαλούσε  «κίτρινο λιβελλογράφο» και «Δον Κιχώτη», σε αντίθεση με τον ένθερμο υποστηρικτή του Βλάση Γαβριηλίδη που τον χαρακτήριζε  ως τον «εξοχότερο των Νέων Ελλήνων».

  

     Η μοναδική γυναίκα της ζωής του υπήρξε η Σοφία Λασκαρίδου. 

 


     Κόρη του αστού  Λάσκαρη Λασκαρίδη και της πρωτοπόρου παιδαγωγού Αικατερίνης Χρηστομάνου, δεν μπόρεσε να γίνει λιμάνι και καταφύγιό του.

    Τη συνάντησε τυχαία  στο δρόμο μια μέρα που η πανέμορφη,  με τις ελεύθερες και μοντέρνες για την εποχή της ζωγράφος, επέστρεφε στο σπίτι της, το υπέροχο δίπατο νεοκλασικό της σημερινής οδού Λασκαρίδου στη Καλλιθέα. 

     Υπήρξε η  πρώτη ελληνίδα σπουδάστρια της Σχολής Καλών Τεχνών. Εισήλθε μετά από προσωπικό της αίτημα στον βασιλιά Γεώργιο τον Α΄, που κατήργησε το νόμο που απαγόρευε στις γυναίκες να φοιτήσουν στη σχολή.

     Να πως περιγράφει η ίδια  η Λασκαρίδου τη πρώτη τους συνάντηση:

        «Ερχόταν αντίθετα από εμένα. Λίγα βήματα μας χώριζαν. Στάθηκε. Στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλο του και τα χρυσά του μαλλιά έλαμψαν στο φως του ήλιου. Είδα τον ουρανό στα μάτια του. Ψιθύρισε: «Η ομορφιά σας με θάμπωσε». «Και εμένα η δική σας» του απάντησα. Έσκυψε βιαστικά το κεφάλι, χαιρέτησε και με προσπέρασε».

      Ο  έρωτάς τους υπήρξε σφοδρός, αλλά αδιέξοδος. Μια μέρα  έφτασε πεζός  μέχρι τη Βουλιαγμένη,  όπου παραθέριζε η οικογένεια Λασκαρίδη, προκειμένου να ζητήσει σε γάμο τη Σοφία. Όμως  συνάντησε την άρνηση πατέρα και της ίδιας της Σοφίας. Γι’ αυτό  του γεννήθηκε η  ιδέα της αυτοκτονίας  την οποία εξομολογήθηκε στην αγαπημένη του λίγες μέρες πριν φύγει η Σοφία για σπουδές στο Μόναχο. Σε μια βόλτα που πραγματοποίησε το ζευγάρι στο Σκαραμαγκά  τη παραμονή της αναχώρησης της Σοφίας για τη Γερμανία, ο Περικλής καθισμένος κάτω από ένα πεύκο της είπε:

     «Αν μια μέρα σε χάσω εδώ θα έρθω να αυτοκτονήσω. Θα φύγω μυστικά κι ωραία.  Θα εξαφανιστώ. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένει με τη βάρκα του στο πέλαγος. Και θα έχω έτοιμα τα πορθμεία μου.  Όσο για μια δεκάρα, ελπίζω να μου βρίσκεται στην τσέπη μου……».

      Τη Μεγάλη Τετάρτη 9 Απριλίου 1910  πήγε κινηματογράφο με το ζεύγος Κατσίμπαλη  στους οποίους είπε ότι την επομένη θα πήγαινε εκδρομή στο Σκαραμαγκά, γι’ αυτό ψώνισε κρύο φαγητό και μπύρα.  Το βράδυ κάθισε και έγραψε το τελευταίο του γράμμα στη Σοφία,  το οποίο έκλεινε ως εξής:

     « …..Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου».

    Έτσι το  πρωϊ  της 10ης Απριλίου 1910,  αφού έκαψε όλα τα χειρόγραφά του, υπό καταρρακτώδη βροχή,  κατέβηκε στον Σκαραμαγκά, κάθισε, έφαγε, ήπιε μπύρα, έλυσε το άλογό του, άφησε τον χαρτοφύλακα, το αδιάβροχο, το καπέλο και το καλαθάκι του φαγητού και με το άσπρο του  κοστούμι, τη λευκή φανέλα και τα γκλασέ γάντια,  ανέβηκε στο άσπρο άλογο, στόλισε το κεφάλι του με αγριολούλουδα, αλείφτηκε με μύρα, μπήκε έφιππος στη θάλασσα  και όταν έφτασε βαθιά, εκεί που τον σκέπαζαν τα αφρισμένα  κύματα,  αυτοπυροβολήθηκε στον κρόταφο.

    Το πτώμα του βρέθηκε στις 22 Απριλίου  δώδεκα   μέρες μετά από χωρικούς της Ελευσίνας, άθικτο και μαρμαρωμένο, που λόγω της «απολλώνειας» ομορφιάς του, το νόμισαν για αρχαίο άγαλμα. Το ρολόϊ του έδειχνε 11 και 3 λεπτά, την ώρα του θανάτου του, ενώ σε μια του τσέπη, βρέθηκε ένα νόμισμα, «τα πορθμεία του»,  όπως  είχε πει κάποτε  για να ……. περάσει από την Αχερουσία λίμνη στα Ηλύσια Πεδία.  Ενταφιάστηκε στη Ελευσίνα, τη γη της Περσεφόνης.

 *Ο Γ.Μ είναι δικηγόρος και συλλέκτης ασπρόμαυρων ταινιών κινηματογράφου