Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Τα κάλαντα της Ακακίας

 

 Τα κάλαντα της Ακακίας

 


 Της Άννας Χαντζάρα*

 

Όσο ήμουν μαθήτρια δημοτικού πήγαινα κάθε χρόνο για τα κάλαντα παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, ανελλιπώς. Σε κάθε μαγαζί στο Μεσολόγγι και σε όσα σπίτια γνωστών και μη μπορούσαμε να πάμε, ξεκινώντας από τις 8 και συνεχίζοντας μέχρι το μεσημέρι. Το πιο σύνηθες ήταν το "μας τα είπαν", με αμέσως επόμενο το να μας διακόπτουν πριν καν προλάβουμε να πούμε "καλήν ημέραν άρχοντες".

 

 Όταν κάποιος μας άφηνε να πούμε ολόκληρα τα κάλαντα αμέσως ανέβαινε στα μάτια μας, ακόμα και αν δεν μας έδινε πολλή προσοχή γιατί εξυπηρετούσε πελάτες στο μαγαζί ή έπλενε πιάτα στην κουζίνα του. Εμείς χαιρόμασταν. Μα την μεγαλύτερη χαρά πήραμε ένα πρωινό που μετά από αμέτρητα - όπως τουλάχιστον μας είχε φανεί τότε - "μας τα είπαν" ξεκινήσαμε να γυρίσουμε στο σπίτι της φίλης μου και περάσαμε από το στενό με το "γυάλινο σπίτι".

 


 Για τον οκτάχρονο εαυτό μου το σπίτι έμοιαζε βγαλμένο από βιβλίο, με το άσπρο χρώμα του και κυρίως τις μεγάλες μπαλκονόπορτες, που τότε μου έμοιαζαν σαν τεράστια τζαμαρία. Χωρίς να έχουμε καμία πλέον ελπίδα ότι θα ξαναλέγαμε τα κάλαντα εκείνη την ημέρα, χτυπάμε κυρίως από περιέργεια. Είχαμε κάνει άλλωστε παιχνίδι το να μαντεύουμε την απάντηση που θα μας έδιναν ή το πόσα δευτερόλεπτα θα μας άφηναν να τραγουδήσουμε. Και η πόρτα, προς μεγάλη μας έκπληξη, άνοιξε. Σταθήκαμε εκεί, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, και χαμηλόφωνα ρωτήσαμε "να τα πούμε;" για να λάβουμε ως απάντηση "περάστε πρώτα μέσα να μην κρυώνετε, και πείτε τα" από μια χαμογελαστή κυρία.

 



 Κάνουμε δύο τρία βήματα μέσα στο σπίτι και ξεκινάμε να τραγουδάμε.Τα μάτια μου έπεφταν μία στη μεγάλη βιβλιοθήκη απέναντί μου, και μία στη χαμογελαστή κυρία που καθόταν δίπλα στην τραπεζαρία και σιγοτραγουδούσε μαζί μας. 

Τα κάλαντα τελείωσαν με χειροκρότημα και μια πρόταση για γλυκό. Καθίσαμε στο σαλονάκι και μιλούσαμε. Δεν ξέρω για πόση ώρα, δεν μου φάνηκε πολλή, αν και πρόλαβα να φάω και δεύτερο γλυκό• είχα μαγευτεί από την "ευγενική κυρία" όπως την περιέγραψα μετά στη γιαγιά μου, για να μου απαντήσει "βρε την Ακακία λες; Στο σπίτι της Ακακίας πήγατε;". Ναι, στο σπίτι της Ακακίας πήγαμε. Και ξαναπήγαμε πολλές ακόμα φορές για τα κάλαντα. Δεν θυμάμαι αν ήταν πάντα εκεί, νομίζω πως ναι, αλλά δεν έχει και σημασία. Πάντα όταν ήταν μας άνοιγε, ό,τι ώρα κι αν πηγαίναμε, ποτέ δεν μας είπε "μας τα είπαν", ποτέ δεν μας διέκοψε, ποτέ δεν μας έδιωξε. Πάντα λέγαμε τα κάλαντα ολόκληρα, μέσα στη ζέστη του σπιτιού, και μετά καθόμασταν για το καθιερωμένο πλέον γλυκάκι μας.

 Προς το τέλος του δημοτικού σταματήσαμε να πηγαίνουμε για κάλαντα, και σταμάτησαν και οι επισκέψεις στο σπίτι της. Λίγα καλοκαίρια αργότερα έπεσε στα χέρια μου "Ο μυστικός κόσμος του καθηγητή Αναγνώστου".


 

Το διάβασα σε μια μέρα. Κλείνοντάς το έπεσε το μάτι μου στο όνομα του συγγραφέα. Ακακία Κορδόση. 

Και εκείνη τη στιγμή, ένα απόγευμα του Αυγούστου, έφτασα να σκέφτομαι τα κάλαντα των προηγούμενων χρόνων.


  Το ίδιο συνέβη και με τον "Ζωγραφισμένο Αύγουστο" και με τι "Δεκατρείς φωνές της σιωπής" λίγες μέρες μετά.

 Σκεφτόμουν τα κάλαντα και το χριστουγεννιάτικο γλυκό μέσα στον Αύγουστο. Στο μεταξύ έμαθα για τη ζωή της - όσα γνώριζαν οι δικοί μου να μου πουν και όσα έγραφαν τα βιογραφικά σημειώματα στο πλάι των βιβλίων της - και ζήλεψα που κάποιοι είχαν την τύχη να την γνωρίσουν ως καθηγήτρια. Αλλά ένιωσα και τυχερή που εγώ την γνώρισα ως την "ευγενική κυρία" των παιδικών μου Χριστουγέννων, με ένα χαμόγελο κι ένα γλυκό. Και κάθε χρόνο, παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς σκέφτομαι την αγαπημένη μου χαμογελαστή κυρία, και τραγουδώ τα κάλαντα για αυτή.

 *Η Άννα Χαντζάρα είναι φοιτήτρια Βιολογίας του Πανεπιστημίου του Σέφιλντ