Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

ΑΠ’ ΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΣΤΗ ΝΥΜΦΗ ΤΟΥ ΘΕΡΜΑΪΚΟΥ

                                                              Του Γιάννη Μπαρδάκη*

 

      Κάποτε το πρωινό  μας ξύπνημα συνοδεύονταν με μια αυτοματοποιημένη κίνηση του χεριού. Ήταν η κίνηση προς τον διακόπτη του ραδιοφώνου που ήταν  ένα είδος πολυτελείας  των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60 και βρίσκονταν πάντα δίπλα στο κομοδίνο.

      Με τα ακούσματά του διασκεδάζαμε,  ονειρευόμασταν,  συγκινούμασταν.

       Οι ζεστές φωνές των εκφωνητών και των εκφωνητριών της  εποχής - και ιδιαίτερα εκείνων της ελληνικής ραδιοφωνίας ( ΕΙΡ) -  είχαν γίνει και δικές μας.

       Μια από αυτές τις αγαπημένες φωνές ήταν και της  Μαρίας  Γκόπη.

 

       

 Η οικογένειά της  έδωσε στο καλλιτεχνικό χώρο δύο μέλη της.  Τη Μαρία, ηθοποιό, ποιήτρια και εκφωνήτρια του ραδιοφώνου, κυρίως της Θεσσαλονίκης,  και τον Βασίλη, επίσης ηθοποιό αλλά και στυλοβάτη του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.

   

 

    

     Η Μαρία γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1919  σ’ ένα παλιό ανώγειο  σπίτι στην οδό Γιαννάκη Ράγκου 9  της συνοικίας του Αγίου Παντελεήμονος το οποίο  σώζεται ακατοίκητο και σήμερα.

      Τα  πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Ξενοκράτειο Δημοτικό Σχολείο του Μεσολογγίου. Στη συνέχεια, δεδομένου ότι ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός, ακολούθησε τους τόπους που υπηρέτησε, ζώντας τα εφηβικά της χρόνια  στην Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη.

     Το 1942 σε ηλικία 23  χρόνων  έγραψε και το πρώτο της θεατρικό έργο με τίτλο «Το λιμάνι της αγάπης» και ακολούθως ασχολήθηκε κυρίως με τη ποίηση εκδίδοντας 4 ποιητικές συλλογές: «Άσπρο στο άσπρο" (1966)

 

   «Ένα χρόνο πριν ένα χρόνο μετά» (1991),  « Σαντίμ Σαντό» (1995) και λίγο πριν το θάνατό της το κύκνειο άσμα της «Διάλογοι με τη γιαγιά» (2000).

      Ζώντας μέσα σε ραδιοθαλάμους και παρουσιάζοντας ή ακούγοντας τραγούδια, ασχολήθηκε και με το στίχο που μελοποίησαν  εξαιρετικοί  Έλληνες συνθέτες.

       Ξεχωρίζουν δύο που ακούστηκαν πολύ και αγαπήθηκαν περισσότερο τα οποία   ερμήνευσε με τη ζεστή  φωνή της  η Πόπη Αστεριάδη.

         Το πρώτο,  με τίτλο   « Μαριονέτα»,  το μελοποίησε η λογοτέχνιδα  και συνθέτρια του Νέου Κύματος Ντίνα Χατζηνικολάου  για το οποίο  ή ίδια είχε γράψει:

      «Η μαριονέτα ήταν το τυχερό μου τραγούδι. Ήταν αυτό  που απέσπασε άριστη κριτική   για τη συνεργασία τριών γυναικών που απετέλεσε και την αιτία να  ονομαστεί τριπλή συμμαχία»

 

Η ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ

 Μια μικρή σκηνή όση να χωράω,

μια μικρή φωνή για να τραγουδάω.

Κάνω ό,τι ζητήσεις, κάνω ό,τι θες

κι όλες μου οι κινήσεις φίνες και σωστές.

 

Δεν παραπονιέμαι, είμαι ζωντανή.

Μία μαριονέτα σκλάβα σου πιστή.

Κι είναι η σκλαβιά μου όλη μου η ζωή

κι όλη η ζωή μου είναι μια κλωστή.

 

Μια μικρή σκηνή, τέλειωσε η αγάπη.

Τράχυν' η φωνή και το φως εχάθη.

Γίναν οι κινήσεις πια σπασμωδικές,

όλη η στοργή σου πέρασε στο χθες.

 

Μια σου απροσεξία, μοίρα μου κακή.

Είμαι μαριονέτα τώρα θλιβερή.

Σκόρπια τα όνειρά μου, μέλη χαλαρά.

Σπάσαν οι κλωστές μου, είναι πια νεκρά.

 

     Το δεύτερο δημοφιλές τραγούδι ήταν το « Ακριβό μου ταίρι», που μελοποίησε ο ευαίσθητος Θεσσαλονικιός συνθέτης και συνεργάτης της  Σταύρος Κουγιουμτζής .

 

ΑΚΡΙΒΟ ΜΟΥ ΤΑΙΡΙ

Ταίρι μου μονάκριβο ακριβό μου ταίρι

 νύχτωσε και πέρασε πια το καλοκαίρι.

Στο μικρό το δάσος πύκνωσε το χιόνι

πύκνωσαν οι σκέψεις μου βάρυναν οι πόνοι.

 

Κρίνα και ροδόφυλλα κάποτε θα φέρει

πάνω στις φτερούγες του άσπρο περιστέρι.

Του Μαγιού στεφάνι πολυαγαπημένο

 πάνω στην εξώπορτα μένει λυπημένο.

 

     Ένα ακόμη ποίημά της με τίτλο « Το τραγούδι της καμπάνας»,  το μελοποίησε ο σπουδαίος Καστοριανός συνθέτης  Βασίλης Δόϊκος  και το ερμήνευσε ο Τώνης Μαρούδας στο Φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης το 1965.

     Η Μαρία Γκόπη παντρεύτηκε  το θρυλικό Φίλωνα Αρία, που ήταν το ψευδώνυμο του Θεοφύλακτου Αριστόπουλου ο οποίος  έμεινε γνωστός για ένα οχτάστιχο που σημάδεψε όλη  του τη ζωή.

 

          Πρόκειται για το  τραγούδι «Ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά»

       Να πως εξομολογείται ο ίδιος ο Αρίας  στον Αρτέμη Μάτσα στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής» στο φύλλο της 22-2-1987, την έμπνευσή του:

       «Το ΄γραψα μια νύχτα έξω από το καφενείο των ηθοποιών, το «Στέμμα», λίγο μετά την Απελευθέρωση, κουβαλώντας όλη εκείνη τη φοβερή εμπειρία της δίνης του πολέμου. Το ΄γραψα  για τη Μαρία Γκόπη, τη Μαρία μου και μάνα του γιού μου, του ακριβού γιού μου και σκηνοθέτη Κώστα Αριστόπουλο, που τον λατρεύω και τόσο πολύ μου παραστέκεται. Ήρθε λοιπόν ένας φίλος μου φοιτητής τότε και σήμερα γυμνασιάρχης, πατέρας της ηθοποιού Μίνας Νεγρεπόντη,  και μου είπε ότι η γυναίκα μου, που οι σκληρές συνθήκες του πολέμου και της Κατοχής μας είχαν χωρίσει, είναι καλά και ότι με θυμάται πάντα. Η χαρά μου και η συγκίνηση που ένοιωσα τότε μου έδωσαν την έμπνευση και της το αφιέρωσα».

     Η Μαρία Γκόπη πέθανε την 1η Σεπτεμβρίου 2001 σε ηλικία 82 χρόνων, στο αγαπημένο της Μεσολόγγι, στα νερά της ήσυχης λιμνοθάλασσας την επομένη ενός ζωντανού και άκρως συγκινητικού αφιερώματος που έκανε παρουσία της  ο Φιλοκαλλιτεχνικός Σύλλογος Μεσολογγίου την παραμονή του θανάτου της. 

     Έκτοτε αναπαύεται στο Νεκροταφείο του Αγίου Λαζάρου,  αφήνοντας το στίγμα της στο ραδιόφωνο και παρακαταθήκη τη ποίησή της.

 

 Ο Βασίλης,   ήταν ηθοποιός και από τους πρώτους  που στελέχωσαν το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος από τη σύστασή του το 1961. 

      Γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1922 και έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Καβάλα. Κατά τη διάρκεια της  Κατοχής  η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου, αφού τέλειωσε το Γυμνάσιο,  ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με το θέατρο, ως αυτοδίδακτος ηθοποιός και από το 1950, υπηρετώντας τη στρατιωτική του θητεία,  δοκιμάστηκε στο «Στρατιωτικό Θέατρο» της Θεσσαλονίκης σε όλα σχεδόν τα είδη θεάτρου: βαριετέ, επιθεώρηση, οπερέτα, κωμειδύλλιο και πρόζα.

     Το 1953 γράφτηκε στο ΣΕΗ και το 1958 μετά τη διάλυση του «Στρατιωτικού Θεάτρου» συνεργάστηκε με το ελεύθερο θέατρο και τους θιάσους της Βίλμας Κύρου και  της Μαίρης Αρώνη ερμηνεύοντας τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στο έργο του Γεωργίου Ρούσσου «Μαντώ Μαυρογένους».

       Το 1961, με τη σύσταση του ΚΘΒΕ, μπήκε στο δυναμικό του και μέχρι το 1988 που αποχώρησε ξεδίπλωσε ως πρωταγωνιστής όλα τα υποκριτικά του προσόντα.

      Ο πρώτος του ρόλος ήταν του Γκρένιο στο έργο του Σαίξπηρ «Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι» και ο τελευταίος του  Ασντάκ  στο έργο του Μπρεχτ «Ο κύκλος με τη κιμωλία».

    Στον κινηματογράφο μετείχε  στις  ταινίες  «Ο Μάης»  του Τάσου Ψαρρά  με  πρωταγωνιστικό ρόλο  και στην ιστορική περιπέτεια «Δοξόμπους»  του Φώτου Λαμπρινού.

     Ο Βασίλης Γκόπης  άφησε την τελευταία του πνοή το 1992  σε ηλικία 70 χρόνων  μέσα στο ίδιο του το  σπίτι  στο Φάληρο Θεσσαλονίκης.

 

          * Ο Γιάννης Μπαρδάκης είναι δικηγόρος & συλλέκτης ελληνικών κινηματογραφικών ταινιών