Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Στη λησμοσύνη του χρόνου


 

Του Γιάννη Μπαρδάκη*

 

      «Ο ποιητής έχει πλούσια και γνήσια συναισθηματικά αποθέματα, εμπειρίες σημαντικές, ένα στοχασμό βαθύ και μια έντονη αίσθηση του περίγυρου, διαθέτει μ’ άλλα λόγια, όλη την απαραίτητη προσληπτικότητα και ικανότητα αφομοίωσης ενός ποιητή», είναι λόγια του Τάσου Λειβαδίτη στο φύλλο της 24ης Νοεμβρίου 1966 της εφημερίδας "Αυγή" ως καλωσόρισμα   του Θανάση Παπαθανασόπουλου  στο χώρο της ποίησης.

     Κι όμως ο ποιητής, ο δοκιμιογράφος, ο μελετητής της λογοτεχνίας, ο θεατρογράφος, λαογράφος και δικαστικός, έφυγε στις αρχές του Ιουλίου μέσα σε βαθύ σκοτάδι.

      Αυτή την ανήσυχη παρουσία των γραμμάτων μας, είχα τη τύχη να συναναστραφώ ως νέος δικηγόρος στα Δικαστήρια του Πειραιά, που υπηρετούσε  τότε (αρχές του 80). Ατέρμονες συζητήσεις μεταξύ ενός μεγάλου λογοτέχνη και ενός νέου αναγνώστη.

    Θεώρησα λοιπόν χρέος μου να γράψω μερικές γραμμές, ως μνημόσυνο.

 

     Χαλκέντερος δικαστής, έμεινε στα δικαστικά χρονικά  ως ο δικαστής  που δημοσίευσε στη δημοτική γλώσσα  τη πρώτη δικαστική απόφαση ως πρωτοδίκης Γυθείου - τη με αριθμό 40/1976 -  αλλά και χαλκέντερος ποιητής (πάνω από 20 ποιητικές συλλογές) διηγηματογράφος (τρείς συλλογές), μυθιστοριογράφος , εννιά δοκίμια, πέντε τόμους λαογραφίας, θεατρικά έργα, μεταφράσεις αρχαίων επιγραμμάτων και νομικές διατριβές. Με λίγα λόγια ένας ακάματος δημιουργός.

 


 

Ανέκδοτο σκίτσο του ηθοποιού και ζωγράφου Μιχάλη Νικολινάκου (Άλικα Λακωνίας 1923-1993)  όπου εικονίζονται δύο υπέρμαχοι της καθαρεύουσας να διαμαρτύρονται στον Πρόεδρο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου  για την έκδοση απόφασης στη Δημοτική.

 

       Ο Θανάσης Παπαθανασόπουλος γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1937 στη Περίστα της ορεινής Ναυπακτίας, που ποτέ δεν ξέχασε,  τη μνημόνευε  και τη τραγουδούσε πάντα:

« Ο έρωτάς μου είναι απάνω στα βουνά

ήχος φλογέρας, καταχνιά, σκληρή πέτρα».

      Ήταν ο μοναδικός γιός της οικογένειας του Νίκου Παπαθανασόπουλου. Μετά από αυτόν τρείς αδελφές: Η Διαμαντούλα, που χάθηκε νωρίς στα τρία της χρόνια τον Μάη του 1944 κατά τρόπο τραγικό καθώς προσπαθώντας να πάρει τα παιχνίδια της έπεσε μέσα σ’ ένα μεγάλο ρακοκάζανο με καυτό νερό, που είχε ετοιμάσει η μάνα τους η Βασιλική για να σφουγγαρίσει!! Οι άλλες δύο ήταν η Ερμιόνη και η Ειρήνη.

       Η  αγωγιάτισσα μάνα του ήταν το στήριγμα του σπιτιού, αφού στα χρόνια του αδελφοκτόνου εμφυλίου ο πατέρας, ο οποίος την βοηθούσε και την παράστεκε στα επίπονα αγώγια με το «Ψαρρή» τους,  ήταν φυλακισμένος.

           Λόγω της δίνης της Κατοχής και του εφιαλτικού εμφυλίου οι εγκύκλιες σπουδές του ήταν «οδύσσειες». Μέχρι τη 4η  Δημοτικού πήγε στο σχολείο του χωριού του, τη 5η  στη Ναύπακτο και την 6η  Αγρίνιο.         Για το Γυμνάσιο  επέστρεψε στη Ναύπακτο όπου έβγαλε τις τρείς πρώτες τάξεις και τις υπόλοιπες τρείς στο Γυμνάσιο Θέρμου, με δασκάλους τον Γιάννη Λιανό, το Σταύρο Καββαδία, τον Αριστοτέλη Αβαρικιώτη, τον Γιάννη Μπέσσα και τον Αντώνη Παπαλέξη.

        Αφού αποφοίτησε  βρέθηκε στους αφιλόξενους δρόμους της Αθήνας για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή.

     Χιουμορίστας όπως ήταν, να πως περιγράφει το πρωτόγνωρο γι’ αυτόν ταξίδι το 1957 στη πρωτεύουσα στο μυθιστόρημά του «Ο φοβερός τόπος», εκδόσεις Καστανιώτης 1992, για το οποίο πήρε το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας:

      «…..Μπήκα στον καρνάβαλο που θα με πήγαινε στη Ναύπακτο. Εκεί θα ’παιρνα άλλο καλύτερο λεωφορείο για την πρωτεύουσα.

     Έτσι, κάποιο απομεσήμερο το τσίγκινο εκείνο μεταφορικό θεριό με ξέβρασε στην πλατεία Βάθη, όπου και το τέρμα του. Σάστισα κοιτάζοντας τα ψηλά κτήρια. Ωστόσο, σφίγγοντας στη μασχάλη μου ένα μπογαλάκι με λιγοστά εσώρουχα, κινήθηκα ενστικτωδώς προς τον ανήφορο. Είχα ακουστά για το ξενοδοχείο κάποιου κοντοχωριανού που βρισκόταν στην Ομόνοια, στην οδό Δώρου. Θα διανυχτέρευα κι είχε ο Θεός για την επομένη. Η πληγωμένη επαρχιακή ακαταδεξιά δε μου επέτρεπε να ρωτήσω στη πορεία μου κάποιο συνάνθρωπο να μου πει που βρίσκεται η Ομόνοια. Φαίνεται πως πέρασα καμαρωτός από την ονομαστή στο πανελλήνιο πλατεία, μα δεν την αναγνώρισα. Το προχωρημένο δειλινό με βρήκε  σωριασμένο από τη κούραση πάνω σ’ ένα πεζούλι της Καπνικαρέας……..».

     Έπιασε ένα φτωχό και άθλιο φοιτητικό καμαράκι στην οδό Ιπποδάμου 12 στο Παγκράτι  έχοντας πρόβλημα υγείας με αιμοπτύσεις. Νοσηλεύτηκε  αρχικά στον Ευαγγελισμό και αργότερα στο Σωτηρία,  ενώ παρακολουθούσε  υποτυπωδώς τη Σχολή του. Για να ιαθεί πλήρως γύρισε  στο χωριό του  και το 1958 ξαναγράφτηκε  στο πρώτο έτος της Νομικής Σχολής, με ορμητήριο,  κοντινό αυτή τη φορά στη Σχολή, ένα δωμάτιο στην οδό Αραχώβης 31α.

      Το 1964 μετά από πολλές αναβολές - χρωστώντας το μάθημα της Πολιτικής Δικονομίας στο πτυχίο της Νομικής – κατατάχθηκε  στο στρατό και γύρισε σχεδόν όλη την Ελλάδα. Αλλά η αγάπη του για το Μεσολόγγι και την ιδιαίτερη πατρίδα τον όπλισε  με θάρρος ζητώντας  επιμόνως μετάθεση για την Ιερή Πόλη από τον επιτελάρχη  του στη Σίνδο.

     «Είχα βαρεθεί στο βορρά. Πηγαίνω στον επιτελάρχη μου και του λέω: Θέλω μετάθεση για το Μεσολόγγι. Πρέπει να σκεφτώ και τη δικηγορική μου άσκηση…..Έτσι έγινε. Τα απογεύματα την άραζα σ’ ένα παλιό καφενείο, που μπορεί να υπήρχε τον καιρό της ηρωϊκής Εξόδου, δίπλα στο λιμάνι. Διάβαζα κανένα βιβλίο να περνάει  ώρα ή το ΄ριχνα στο ρεμβασμό…..Έκανα και εκπομπές στο ραδιοφωνικό σταθμό. Ο λοχαγός μου με έκλεισε στο πειθαρχείο γιατί ένα τσιράκι του που είχε τραντζίστορ με κατέδωσε πως μιλούσα από το ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης για θέματα λογοτεχνίας. Δεν έπρεπε να εξανθρωπίζεται η ζωή του στρατιώτη με κανένα τρόπο….».

          Το 1967  έδωσε εξετάσεις τόσο για ειρηνοδίκης, όσο και στον έρωτα. Πέτυχε και στα δύο.  Διοριζόμενος Ειρηνοδίκης  στην Αίγινα  παντρεύτηκε μια σγουρομάλλα Γιαννιώτισσα τη Γιούλα,  «ενώνοντας τη φτώχιες τους»  - όπως έλεγε -   με την οποία συμπορεύτηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Καρπός του έρωτά τους   δύο παιδιά που τους έδωσε τα ονόματα των γονιών του  Νίκος (γεν. 1973) και  Βασιλική (γεν. 1976).

 

      Τα βραβεία για τα έργα του αρκετά.

     Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών το 1990 για το επικό του ποίημα « Διγενής Ακρίτας» που αποτελείται από 24.740 δεκαπεντασύλλαβους στίχους!

      Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1992 για το μυθιστόρημά του «Η πλατεία».

      Βραβείο του Φιλέλληνα Τούρκου ποιητή Αμπτί Ιπεκτσί το 1993  για το σύνολο του έργου του μέχρι τότε.

     Βραβείο Ουράνη το 1996 για τη ποιητική του συλλογή «Ο ίσκιος του απολύτου».

      Βραβείο Χριστιανικών Γραμμάτων το 1997 για τη ποιητική συλλογή του «Φορητές εικόνες».

       Βραβείο Καζαντζάκη του Δήμου Ηρακλείου για το δοκίμιό του «Γύρω στον Καζαντζάκη».

       Από τη πέμπτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου, έδειξε το ταλέντο στη συγγραφή ποιημάτων.  Το 1960  φοιτητής ακόμη έγραψε την  ποιητική του συλλογή «Τα Ρουμελιώτικα».

     Μεταφέρω  τρία  αποσπάσματα από τα  πρωτόλειά της που  είναι γραμμένα στα πρότυπα της παραδοσιακής στιχουργικής.

 «Θα παίξω τη φλογέρα μου λιγάκι να ξεσκάσω

να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου

να ειπώ όσα με τη γλώσσα μου δεν ξέρω να προσπιάσω

όσα σαν όχεντρες τρανές πιγκώνουν* την καρδιά μου.

Κοιμούμαι μ’ ένα βαρετό ξυπνώ με μιαν αγκούσα*,

κλαίω, γελώ , ερωτεύομαι, ζημιώνομαι, κερδίζω.

Κρίνε κι εσύ φλογέρα μου δικαιομαρτυρούσα:

Μπορώ να τα θωράω οκνός, να μην τα ντελαλίζω?».

*πιγκώνω= πνίγομαι από στεναχώρια

* αγκούσα= πνιγμονή, δύσπνοια

      Το δεύτερο αναφέρεται στις εμπειρίες  και τα βιώματά του ως αγωγιάτη που βοηθούσε τη μάνα του:

« Θα σαμαρώσω τον ψαρή κι εσύ τον αραπάκη

και θα γενούμε ταιριαστοί οι δυό μας αγωγιάτες.

Στο Θέρμο θα πηγαίνουμε ν’ από το Διασελάκι

 και θάναι μέλι – ζάχαρη οι αλαργινές μας στράτες…….».

     Και το τρίτο αναφέρεται στη ζωή των χωρικών που ήταν πάντα εξαρτημένη από τους πολιτικούς και τη κρατική γραφειοκρατία:

« Είπε θα στείλει ο βουλευτής  μπουλντόζα για τη στράτα

να σιάξει το λασπόδρομο ο κόσμος ν’ αραδιάζει

να φέρουν στα βουνά τροφές που κλαίνε αναθεμάτα

που κλαίνε απ’ τη κατάντια τους και το τρανό μαράζι.

Χάλασε το τηλέφωνο, δεν ήρθε ο ταχυδρόμος,

το χιόνι νεκροσκέπασε την άκρια κάθε τόπου.

κι αν κλαίμε κι αρρωσταίνουμε ούτε υπουργός ή νόμος

βλέπει τα τέκνα του Θεού, τ’ απόπαιδα τ’ ανθρώπου».

 

*Ο Γ.Μ είναι δικηγόρος – συλλέκτης  ασπρόμαυρων ταινιών Ελληνικού Κινηματογράφου