Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

                                                  Του Γιάννη Μπαρδάκη

 

                                 «Αγάπα και ξεφάντωνε και δούλεψε και ζήσε

Και προσηλώσου στη ζωή σαν το κισσό στο δέντρο

 Και δέσου  με τη γην, στρείδι στο βράχο επάνω

Και μη σε μέλει που θα πας τα μάτια σου όταν κλείσης».

 


      Ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας που έφυγε ο πνευματικός φάρος της Ελλάδας Κωστής Παλαμάς.

 

        «Ασάλευτος» στο κελί του  για σαράντα χρόνια, επί της οδού Ασκληπιού 3, που μόνο στολίδι είχε μια χαραμάδα φως του ήλιου που έμπαινε από το μικρό παράθυρό του. 

       Ήταν  Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 1943, ώρα 3 τα ξημερώματα.

      Γεννήθηκε στη Πάτρα το 1859  από τον Μεσολογγίτη πατέρα του δικαστή  Μιχαήλ Παλαμά και τη Πηνελόπη Πεταλά.

      Για περισσότερο από μισό αιώνα πέρασε σκυμμένος στα χαρτιά του,  τραγουδώντας τα πάντα.

      Πέρα από το παιδικό του λίκνο το Μεσολόγγι με τη λιμνοθάλασσά του, τραγούδησε  την αμέριμνη ζωή,  τη γυναίκα, την ομορφιά, τη θάλασσα, το βουνό, το σπίτι, την παλληκαριά,  την καλοσύνη, τη μοναξιά, την εργατιά.

     Θα χρησιμοποιήσω εδώ  κάποια λόγια του συντοπίτη του από τη Ναύπακτο Σπύρου Μελά, για τη μορφή του και το χαρακτήρα του:

      Για τη μορφή του:

       «Ασκητική μορφή, δραπετεμένη, θάλεγες από πίνακα του Θετοκόπουλου. Ένα πρόσωπο που άρχιζε με μέτωπο στέρεο, πλατύ, για να σβήσει σ’ ένα σαγόνι μυτερό. Ένας κορμός μ’ ώμους πλατείς, αντρίκιους, πούσβηνε σε κάτι χεράκια, σχεδόν ατροφικά παιδιού, σύνολο αντιφατικό, που αντάμωνε το δυνατό και το σκληρό με την αδυναμία και τη τρυφεράδα.

     Τα φρύδια του ήταν το πιο περίεργο χαρακτηριστικό του. Κάτι φρύδια πυκνά, μεγάλα, καραβοκύρη, αγωνιστή του εικοσιένα, κατεβαστά, πούπεφταν σαν αυλαίες και βλέπατε πίσω απ’ τα ξεφτίδια τους τη φλόγα της ματιάς του, σαν ήλιο σκεπασμένο από σύγνεφα. Αυτά τα φρύδια κι’ αυτά τα μάτια, που το αρρενωπό τους ήτανε σε τόση αντίθεση με το μικρό του ανάστημα……».

       Και για το χαρακτήρα του:

    «Αρνητής και δημιουργός, χαλαστής και οικοδόμος, άθεος και θρήσκος, εθνικιστής και διεθνιστής, χριστιανός και ειδωλολάτρης, αναρχικός και υποταγμένος».

      Αν και το διάβασμα, όπως δήλωνε ό ίδιος, ήταν καταφύγιο στη μοναξιά του, ξέχωρη θέση στη  ζωή του είχαν οι γυναίκες και δήλωνε γυναικολάτρης.

        Από το 1915,  περπατώντας τα 56 του χρόνια, όντας γενικός γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών,  και αφού είχε ήδη παντρευτεί την αριστοκράτισσα Μαρία Βάλβη,  την «λιγνόμεση, σγουρόμαλλη, μεστή, περδικοστήθω», κόρη του μεσολογγίτη δικαστικού Απόστολου Βάλβη,  άρχισε έντονη αισθηματική ζωή αποστέλλοντας ερωτικές επιστολές προς πολλές  «γυναίκες μούσες».

       Μια μικρή καταγραφή:  Καλλιόπη Τραπάντζαλη, Ελένη Κορτζά , Μάγδα (αγνώστων λοιπών στοιχείων), Θάλεια Στάλιου- Βοϊλά, Θάλεια Κεσίσογλου, Μαρία Ελευθερίου, Τασία Ευστρατίου - Αποστολίδου,  Λιλή Πατρικίου - Ιακωβίδη, Λιλή Ζηρίνη και Στέλλα Διαλέτη.

       Τα γράμματα που τους έστειλε προφανώς τα κατέστρεψε. Όμως  ήρθαν στη δημοσιότητα οι ερωτικές του επιστολές προς  Ελένη Κορτζά «Γράμματα στη Ραχήλ», αλλά και τα γράμματά του προς τη Λιλή Ζηρίνη - κόρη ομογενών εμπόρων της Πόλης που εγκαταστάθηκαν  στη Κηφισιά -  τη Στέλλα Διαλέτη και την άγνωστη Μάγδα.

       Οι ερωτικές του αναζητήσεις ξεκίνησαν πολύ νωρίς. Στις 11 Ιουνίου 1877, όντας μόλις 18 χρονών απευθύνεται προς μια νεαρή Μεσολογγίτισσα που αγαπούσε, την οποία ονόμαζε συνθηματικά «μικρούλα».  Από την αλληλογραφία της εξαδέλφης του Μάσιγγας, έγιναν γνωστά τα  πρώτα γράμματα του  επωνύμου της. «Ελενίτσα Δημ.».   

      Πρώτη του μούσα ήταν μια νεαρή φοιτήτρια, η Φωτεινή Οικονομίδου, που έφυγε πολύ πρόωρα απ΄τη ζωή προσβληθείσα από καρκίνο.

        Στην άγνωστη Μάγδα, το 1919, γράφει:

     «Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συναντηθούμε. Καθώς εγώ μένω με την εικόνα σου, κράτα και συ το όραμά μου. Δεν θέλω να με ιδής, ενώ θα ήθελα τόσο να σε ιδώ. Σε παρακαλώ να μου αποκριθής αμέσως μόλις λάβης το  γράμμα τούτο. Διπλή ανάγκη το απαιτεί. Η ανάγκη να μάθω για τη πολύτιμη υγεία σου και η ανάγκη να σε συναντήσω ξανά ….στο χαρτί. Τη στιγμή αυτή ένας τρόμος με κυριεύει, αν με είχες μπροστά σου θα μ’ έβλεπες νάπεφτα στα πόδια σου….. Παύω γιατί δεν αντέχω».

 



                                                     Η Στέλλα Διαλέτη (1907-1934)

     Πολύ πιο φλογερά ήταν αργότερα  τα γράμματά του προς τη Στέλλα Διαλέτη.

     Επρόκειτο για μια όμορφη κοπέλα, που έφυγε και αυτή πρόωρα απ΄τη ζωή, στα 27 της χρόνια από φυματίωση.  Κόρη του Αγρινιώτη στρατηγού Δημοσθένη Διαλέτη,  γεννήθηκε το 1907 στην Αθήνα.

     Τον αισθηματικό και ερωτικό του δεσμό τον μετουσίωσε αρχικά σε ποίημα με τίτλο « Ηδονισμός»  από  τη συλλογή «Βραδυνή φωτιά» που λέει:  

«Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω

για να φάω το κορμί σου που με τρώει.

Του λαγκαδιού σου τη δροσάτη χλόη

με το χέρι θρασά θα την πυρώσω»

 

        Κοντεύει πια 70 χρόνων  και με πάθος της γράφει:

         «Είμαι  εγωϊστής, είμαι απαιτητικός. Θέλω να προσκυνήσω τα γόνατά σου να σου προσκυνήσω τα χέρια σου, την όψη σου, τα πόδια σου, να συρθώ, να ολολήξω, να βουβαθώ, να σε αισθανθώ κοντά μου….».

      « …… καθώς αποχαιρέτησα προ πολλού τη νεότητα- μη με μαλώσης,  πρέπει κανείς όσο μπορεί ατάραχα όλα τα ενδεχόμενα να τ’ αντικρύζη- όμως μέσα σε μια μαγική σπηλιά μιας νεότητος αφάνταστης, ασύγκριτης, της  νεότητος που τη δημιουργεί ένα πάθος  μέσα μου που μαζί με λυτρώνει και με χάνει, στη μαγική σπηλιά με το πάθος που το συντηρείς, το τρέφεις και το κάνεις να σκορπίζη μια φλόγα και μια λάμψη, ονειρεμένες- Εσύ!

       Κι έλεγα: τι κρίμα να πεθαίνει κανείς γεμάτος από όνειρα ανεκπλήρωτα, που μέσα μας γεμίζουν από μια πραγματικότητα που δεν περιγράφεται και δεν χαρακτηρίζεται, γεμάτος από  ό’ τι στάζει χάϊδεμα, γέλασμα, χαμόγελο, στοργή, τρυφερότητα, ορμή, παλμό, καϋμό, λαχτάρα, τρομάρα, όνειρο, οπτασία, λατρεία, φρεναπάτη, φρένιασμα, μεθύσι, τρέλα, παραφορά, αγάπη, έρωτα, αφοσίωση, λατρεία , κατρακύλημα, αποθέωση…….

        …. μήπως ξυπνήσω ησυχώτερα και να παραδοθώ στα χέρια και τα φτερά των ονείρων που με μάγεψαν και με τυράννησαν και με απόκαμαν και με βασάνισαν και με γλύκαναν και με ανάπαψαν και με λύτρωσαν και μου έδωσαν την illusion την παμπόθητη και την απερίγραπτη. Και ξύπνησα. Και σήμερα νομίζω πως είμαι καλύτερα. Μας πώς να μην είμαι? Πώς να μην είμαι…..». 



                                                           Ελένη Κορτζά ή Ραχήλ

     Κλείνω ανθολογώντας δύο  γράμματα προς την αλβανικής καταγωγής από τη Κορυτσά,  Ελένη Κορτζά ή Ραχήλ.

     Την γνώρισε 20χρονη, τα Χριστούγεννα του 1921, στο σπίτι του συγγενούς του Χρήστου Ξανθόπουλου, στην οδό Σολωμού 8 στα Εξάρχεια.

      «Στη μία γύρισα, από τις μιάμισυ περίμενα στο γραφείο. Οι τέσσερις ήρθαν. Αρχίζει η αμφιβολία. Στις πέντε ο φόβος μεγαλώνει. Στις εφτά απελπισία. Έξω το δειλινό λαμπερό, ανοιξιάτικο, καλλικέλαδο. Πίστεψα πως θ’ άνοιγε η πόρτα, θα έμπαινες και θα σου έλεγα:  « Έλα λοιπόν, έλα να με αλαφρώσεις από το βάρος αυτό που αισθάνομαι μέσα μου». Και δεν ήρθες. Και το βάρος αυτό με γονατίζει. Με πνίγει».

    «Επέρασα μια νύχτα, τη νύχτα της Δευτέρας προς τη Τρίτη, με το λυρικό, μεθυστικό πυρετό της ενθύμησής σου. Το δειλινό της Δευτέρας μου το εξακολούθησε και μου το συμπλήρωσε ή νύχτα ίσα με τα ξημερώματα της Τρίτης, με όλη την αχαλίνωτη ελευθερία της φαντασίας, με όλη την ωραία, την ηδονόπαθη, τη λογική, τη βαθυστόχαστη, τη τρομαχτική, την εντατική ασυναρτησία του ονείρου. Έτσι τη νύχτα αυτή την τόσο αλλόκοτη, ανέκφραστη και ωραία της αϋπνίας  μου έπεφτα, μια δυο τρεις δέκα φορές στα πόδια σου φεγγόβολα, σαν όλο το κορμί σου….. Συγχώρησε τον ποιητή που όσο προχωρούν τα χρόνια του, τόσο περισσότερη νύχτα έχει, μα και περισσότερο φώς».

      Αυτή ήταν η «γήινη και ανθρώπινη ουσία του ποιητή», κατά τον έκτακτο καθηγητή της Γενικής Πολιτειολογίας και Συνταγματικού Δικαίου της Παντείου Σχολής Δημήτριο Βεζανή, ο οποίος αντέγραψε το 1962 στη γραφομηχανή του όλες τις επιστολές του Κωστή Παλαμά.

       Εγώ θα τη χαρακτήριζα η άγνωστη πλευρά του μεγάλου μας ποιητή, η γλώσσα της καρδιάς του.

*Ο Γιάννης Μπαρδάκης, είναι δικηγόρος και συλλέκτης ασπρόμαυρων ταινιών του Ελληνικού κινηματογράφου.