Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ - Μια τραγική μορφή των ελληνικών γραμμάτων

 

                                                     


 

                                                    Του Γιάννη Μπαρδάκη*

«Εγώ πεθαίνω. Θα χαθεί στης γης την αγκαλιά

η πιο γλυκειά και παιδική ψυχή του κόσμου.

Όμως δεν κλαίω παρά όσα χάδια και φιλιά

μου ανήκαν και μου κλέβει ο θάνατός μου.

 

Εσένα κλαίω, που αγάπησα όσο ζούσα,

που ακόμα τώρα λαχταρώ με το φεγγάρι,

Γυναίκα, που μου στάθηκες η Μόνη Μούσα

όλη αστασία και χάρη.

Μονάχα εσένα συλλογιούμαι ο σκοτεινός

εσένα, εσένα, που εύρηκα λαμπρό σημάδι,

Γυναίκα εκεί που σμίγουν ο Άδης κι ο Ουρανός

κι ας διάλεξες για μένα εσύ τον Άδη…»

         Ποίηση βασανισμένης  ψυχής με εξομολογητικό χαρακτήρα, που είχε πλήρη συνείδηση  του επερχόμενου μοιραίου,  μιας από τις πιο τραγικές μορφές της νεώτερης λογοτεχνίας.  Και όπως σημείωνε ο μελετητής του Κ.Σ. Κώνστας,  για το θάνατο του αυτόχειρα της Πρέβεζας (Καρυωτάκη) και του άρρωστου (Ζώτου), «Ο θάνατος του Καρυωτάκη έρχεται από μέσα, στον Ζώτο πάει να εισβάλλει  απ’ έξω».

      Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1905 στο όμορφο Νιοχώρι Μεσολογγίου, δίπλα στις όχθες του ποταμού Αχελώου, από τον Μαργαρίτη Ζώτο, καταγόμενο από τη Βόρεια Ήπειρο και μητέρα Νιοχωρίτισσα το γένος Βαλανδρέα.

    Εγκύκλιες σπουδές έλαβε στο χωριό του, μετά στο Ελληνικό σχολείου του Αιτωλικού, συνέχισε στο Μεσολόγγι το Γυμνάσιο, απ’ όπου αποφοίτησε  το 1922.  Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου πήγε  στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομικά. Η  οικονομική ανέχεια όμως τον ανάγκασε  να διακόψει τις σπουδές και με τη βοήθεια του προστάτη του Μιλτιάδη Μαλακάση  διορίστηκε βοηθός ταμία στο τμήμα πληρωμών του Δήμου Αθηναίων.

        Έτσι ένοιωσε την ανάγκη να αφιερωθεί αποκλειστικά στη ποίηση γράφοντας σχεδόν πυρετικά, καθώς  και στη ξέφρενη ζωή με ξενύχτια και  έρωτα, μια ζωή  «γοβάκι που μπορεί να την πατεί», όπως λέει σ’ ένα στίχο του.

         Η ποιητική του φυσιογνωμία  ανέτειλε πολύ νωρίς, από τα  γυμνασιακά του ακόμη χρόνια. Το 1923 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα αλλά και πεζά  στις σελίδες των αθηναϊκών περιοδικών «Μούσα»,  «Νέα Εστία», «Νεοελληνική Τέχνη» και στο φιλολογικό - καλλιτεχνικό περιοδικό του Μεσολογγίου «Η Βίγλα» που εξέδιδε ο  ηθοποιός του εθνικού Θεάτρου και φαρμακοποιός Λάμπης (Χαράλαμπος) Χρέλιας που κατάγονταν από τη Μπουρλέσια Μεσολογγίου.

      Έγραψε  τρείς ποιητικές συλλογές, το 1929  με το τίτλο «Βήματα», τον επόμενο χρόνο με το τίτλο «Αφιέρωμα» και το 1932, λίγο πριν πεθάνει, με τίτλο «Σουρντίνα». Τις δύο πρώτες της είδε τυπωμένες, η τελευταία δεν τυπώθηκε, περιελήφθη, όμως, στα «Άπαντα» που εξέδωσε η κοινότητα Νεοχωρίου Παραχελωϊτιδος   με την επιμέλεια του  φιλολόγου και ερευνητή Κ.Σ. Κώνστα  από την  Γουριά Μεσολογγίου.

      Η μυθική  Έλλη Λαμπέτη,  μαζί με τον Καβάφη, τον Παλαμά και τον Καρυωτάκη, αγαπούσε πολύ και την  ποίηση του Ζώτου,  γνωρίζοντας, και απαγγέλλοντας από στήθους,  ποιήματά του, ενώ ο ποιητής και κριτικός  Τάσος Κόρφης πολύ εύστοχα χαρακτήρισε τη ποίησή του «αυτοβιογραφία βασανισμένης ψυχής».

 

Το ξενοδοχείο « Μπάγκειον» της Πλατείας Ομονοίας, έργο του Ερνέστου Τσίλερ.

    Υπήρξε μέλος της καλλιτεχνικής συντροφιάς του καφενείου της Ομόνοιας «Μπάγκειον», κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, που την αποτελούσαν μεταξύ άλλων ο Άγγελος Τερζάκης, ο Γιώργος Κοτζιούλας και ο Μάριος Βαϊάνος.

    Ο σκηνοθέτης και ποιητής Ορέστης Λάσκος, μέλος και αυτός αυτής της συντροφιάς, φιλοτεχνώντας το πορτρέτο του στο ποίημά του «Μπάγκειον» αναφέρεται και στο Μίνωα Ζώτο.

      Ανθολογώ τους στίχους του γι’ αυτόν:

«Ο Ζώτος, ο άρρωστος ποιητής

με τη θλιμμένη φάτσα,

κάποιο τραγούδι σιγανά

 απαγγέλει με λυγμούς.

Ενώ ο Μαράκης δίπλα του

μουντός μες στους καπνούς,

χαράζει αδρά στο μούτρο του

κάποια στυγνή γκριμάτσα».


Το 1928 γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη, η οποία υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του.

 

 Μαρία Πολυδούρη ( Καλαμάτα 1902- Αθήνα 1930)

Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας που τον σημάδεψε τόσο,  που μετά τον θάνατό της το 1930 έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη και  η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Ο σφοδρός αυτός  έρωτάς του δεν έγινε  ευρέως γνωστός,  όσο με τον Καρυωτάκη, αλλά ήταν εξίσου μεγάλος και αγιάτρευτος.

    Δείγμα  το ποίημά του «Μαρία Πολυδούρη».

«Όλα τα ωραία βιβλία για σένα λένε

κι όλα τα παραμύθια τα πουλιά.

Τ’ άνθη, Μαρία, την άνοιξη σε κλαίνε,

Μαρία, πικρά σε κλαίνε τα πουλιά.

Σε κλαίνε οι χάρες  κ’ οι αύρες οι γελούσες

κι ανώφελα για σένα τις ρωτώ,

κλαίνε όλες λυσίκομες, οι Μούσες

και πιο γοερά, Μαρία, η Ερατώ.

================

Σε ρεματιές νεράϊδες σε θρηνούνε

Ξωθιές στα δάση, λάμιες στα βουνά.

Μαρία, τα εξωτικά σου μάτια πούναι,

πούναι, Μαρία, τα χείλη τα γκρενά?

=============

Κι εδώ, από μας, Μαρία, σ’ αποζητούνε

όλες οι ωραίες οι σκέψεις, ορφανές.

Μαρία, τα ωραία τα λάθη μας πενθούμε

κ’ οι αγάπες οι θανάσιμες κι αγνές».

       Το Φθινόπωρο του 1932 συντετριμμένος από τον θάνατο της Πολυδούρη   εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε   στο χωριό του. Η φοβερή και θανατηφόρα ασθένεια της φυματίωσης τον ανάγκασε  να φύγει και από το χωριό του  και να εγκατασταθεί με ένα αντίσκηνο  κοντά στο μοναστήρι του Αη-Γιώργη  πάνω στις πλαγιές του ήμερου Αράκυνθου.  Αλλά οι καλόγεροι φοβούμενοι τη μεταδοτικότητα της ασθένειας, αγνόησαν τη ρήση  «Αγαπάτε αλλήλους» και τον έδιωξαν και αυτοί.

Σε απόγνωση και λύπη ευρισκόμενος, και διαισθανόμενος το τέλος του, έγραψε το ποίημα «Το ντελίριο του θανάτου» με το πιο συγκλονιστικό τετράστιχο «Τέλος από ΄να φέρετρο μας πέφτει στον καθένα, μόνο που εμένα είναι έτοιμο και νέο θα με καλύψει»

     Ο Μίνως Ζώτος, έσβησε ήσυχα  στο σπίτι του και στην αγκαλιά της μάνας του στις 17 Δεκέμβρη 1932, στα 27 του μόλις χρόνια, στη χαραυγή της ποιητικής του δημιουργίας. 

 

 *Ο Γιάννης Μπαρδάκης είναι δικηγόρος και συλλέκτης ασπρόμαυρων ελληνικών κινηματογραφικών  ταινιών