Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Πόλεις του Πένθους



*Της Ακακίας Κορδόση

Λίγες μέρες πριν από την εθελούσια πορεία προς τον θάνατο των εξοδιτών του Μεσολογγίου και μπροστά στις ανατριχιαστικές εικόνες του πολέμου της Συρίας, δημοσιεύουμε ένα πάντα επίκαιρο άρθρο της πεζογράφου Ακακίας Κορδόση που αναφέρεται στα μαρτύρια και τον πόνο που προκαλούν ανάλογα εκούσια ή και ακούσια γεγονότα, ανεξάρτητα αν αυτά ήταν πόλεμοι ή φυσικές καταστροφές και ανεξάρτητα αν κάποτε ονομάζονταν Μεσολόγγι, χθες Κόσοβο και Νέα Ορλεάνη και σήμερα Συρία.

"Σαν πολίτες μιας πόλης που έχει πολύ δοκιμαστεί, πολύ ποτιστεί με αίμα, μιας Πόλης Πένθους και δακρύων, μπορούμε και δικαιούμαστε πριν από κάθε άλλον, με γνώση του θέματος, να μιλάμε για άλλες πόλεις στις διάφορες γωνιές του κόσμου, που, κατά καιρούς, στον ακάθεκτο ρουν της Ιστορίας, δοκιμάστηκαν, μάτωσαν και ομαδικά μαρτύρησαν, είτε αυτές λέγονται Κόσοβο, είτε λέγονται Βαγδάτη, είτε Νέα Ορλεάνη.


Δεν έχει καμία σημασία το γεωγραφικό τους μήκος ή πλάτος, η καταγωγή ή η ποιότητα του πληθυσμού τους, ο χρόνος του δράματος, ούτε αν αυτό ήταν εκούσιο - θέλω να πω ομαδική επιλογή και θυσία, όπως στο Μεσολόγγι - αλλά ο κοινός παρανομαστής που είναι ο Πόνος.

Γι’ αυτούς που έχουν γνωρίσει το αληθινό απόσταγμα της ζωής μέσα απ’ τη λογοτεχνία - γιατί η λογοτεχνία κλείνει μέσα της όλες τις επιστήμες: και την Ιστορία, και την Φιλοσοφία και την Ψυχολογία και την Κοινωνιολογία, και τη Γεωγραφία και τη Λογική - η Νέα Ορλεάνη ήταν μέχρι τώρα η πόλη του Τένεση Ουίλιαμς και της Μπλανς Ντυμπουά. Ήταν ο μελαγχολικός Νότος, τα δάκρυα των βασανισμένων νέγρων, το κλάμα του σαξόφωνου των μπλουζ τους, η θλίψη των ξεπεσμένων πια πρώην αρχόντων - εκμεταλλευτών τους Γάλλων κι Αμερικανών.

Και, ξαφνικά όλον αυτό τον ξεπεσμένο, μελαγχολικό κόσμο τον φέρνει κοντά μας ο κοινός πόνος. Πόνος κοινός, όχι όμως και ίδιος. Γιατί ο πόνος της θυσίας του Μεσολογγίου ήταν - αν μπορεί να το πει έτσι κανείς - αστραφτερός και χρήσιμος. Πέθαιναν δηλαδή στο Μεσολόγγι έχοντας την επίγνωση πως ο θάνατός τους θα τους ανέβαζε. Όταν ο Καψάλης, που θα τιναζόταν στον αέρα μαζί με τους άμαχους, αποχαιρετούσε τους άλλους που θα έφευγαν, τους είπε: «Μόλις θα στρίψετε για τον Αϊ-Συμιό, να κοιτάξετε προς το Μεσολόγγι και θα δείτε τον Καψάλη σας να πετάει στους ουρανούς» - πράγμα που αυτοί έκαναν και είδαν. Κι ήξεραν πως ο θάνατός τους θα ήταν και χρήσιμος, γιατί θα έδειχνε στον κόσμο πως η ελευθερία ήταν απαραίτητη και πως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια θα νικούσε το σκοτάδι.

Στη Νέα Ορλεάνη όμως δεν ήξεραν τίποτε, δεν ήξεραν για τι θάφτηκαν - άδοξα - μέσα στη λάσπη.

Κι όμως ο πόνος ήταν ο ίδιος: Χιλιάδες άταφοι στην πρώτη πόλη, χιλιάδες ίσως - δεν έχουν σημασία οι αριθμοί - και στη δεύτερη.

Στην κορυφαία στιγμή του αριστουργήματος του Τενεσή Ουίλιαμς «Λεωφορείο ο πόθος», εκεί που η ευαισθησία και η ευγένεια της Μπλανς Ντυμπουά παλεύει με την κτηνωδία και κοντεύει να νικηθεί, μια φτωχή μεξικάνα χτυπάει την πόρτα του σπιτιού και ρωτάει αν θέλουν λουλούδια - πρέπει να ’ταν η Ημέρα των Νεκρών. «λουλούδια για τους πεθαμένους», λέει, «Λουλούδια για τους πεθαμένους».

Αυτή η φράση, που υπογραμμίζει τη θλίψη του δράματος - ενός απ’ τα καλύτερα θεατρικά έργα που έχουν γραφτεί ποτέ - έρχεται στο νου με τα πρόσφατα γεγονότα στη Νέα Ορλεάνη.

Όπως το Μεσολόγγι δεν είχαν βρεθεί πια τάφοι ούτε σταυροί και ξεχώρισαν κι έθαψαν τους νεκρούς τρία χρόνια μετά και κατά προσέγγιση, έτσι και στη Νέα Ορλεάνη: Πού να βρεθούν πια, μέσα στη λάσπη και στο νερό, λουλούδια για τους πεθαμένους;"

Από την πνευματική παρακαταθήκη της Α.Κ, που δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα ΑΙΧΜΗ