Tου Ξενοφώντα Παπαευθυμίου *
Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την περιπέτεια του Εμφυλίου Πολέμου, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, η ελληνική κοινωνία βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα, παράδοση ή εκσυγχρονισμός.
Προτίμησε τον εκσυγχρονισμό και στο όνομά του αλλά και της οικονομικής ανάπτυξης του τόπου, θυσιάστηκε ένα μεγάλο κομμάτι της νεότερης αρχιτεκτονικής των κέντρων της χώρας, με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε σύγχρονα πολεοδομικά τέρατα, με όλες τις γνωστές πολιτιστικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες.
Καταλήξαμε λοιπόν να ζούμε σε πόλεις οι οποίες έχουν απογυμνωθεί από την ιστορία τους, καθώς σώζονται ελάχιστα και αποσπασματικά δείγματα του παρελθόντος τους, με την «επιλεκτική» προστασία που εφαρμόστηκε όλα αυτά τα χρόνια.
Διατηρήθηκαν μεμονωμένα κτίρια –με λίγες εξαιρέσεις διατήρησης μικρών συνόλων– με κριτήρια μόνον αισθητικά (ιδιαίτερου κάλλους) ή ιστορικά (και αυτό δυστυχώς όχι πάντα), με αποτέλεσμα να έχουμε αποσπασματικές εικόνες του παρελθόντος –που αντιμετωπίζεται σαν κάτι το τετελεσμένο και ξεκομμένο από το παρόν- που δεν επιτρέπουν την κατανόηση και την μελέτη του.
Η επικράτηση της αντίληψης ότι κάθε παλαιό είναι και αναχρονιστικό, άρα εμπόδιο στην ανάπτυξη, διαπότισε την ελληνική κοινωνία και περιόρισε την κρατική μέριμνα όπως και το ενδιαφέρον και την ευαισθησία των πολιτών σε μεμονωμένα «αξιόλογα» μνημεία, αποστερώντας τα αστικά κέντρα από τον αρχιτεκτονικό τους πλούτο, ο οποίος σε όλες του τις εκφάνσεις –από την απλούστερη και λαϊκότερη μέχρι την μεγαλοπρεπέστερη αστική και μνημειακή– αντιπροσώπευε την κοινωνικοοικονομική και ιστορική τους εξέλιξη.
Σήμερα, έχοντας φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο που δεν επιτρέπει άλλες απώλειες και αλλοιώσεις της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, καλούμαστε σαν κοινωνία να δρομολογήσουμε πρακτικές οι οποίες θα καθιστούν την διατήρηση και αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής ως μέσο αναβάθμισης του νοσούντος αστικού περιβάλλοντος αλλά και ως εργαλείο ανάπτυξης.
Πολλά είναι λοιπόν κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται πλέον, παρουσιάζουν συχνά εικόνα εγκατάλειψης και ερείπωσης, λόγω της γήρανσης (αδυναμία συντήρησης και αποκατάστασης από τους ιδιοκτήτες) ή παύσης της δραστηριότητας που αρχικά στέγαζαν, λόγω αλλαγής των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών.
Αρκετά από αυτά που ανήκουν είτε σε ιδιώτες και εταιρείες είτε σε οργανισμούς και τοπικές αυτοδιοικήσεις, αποτελούν ένα κτιριακό κεφάλαιο το οποίο δεν πρέπει να έχει την τύχη ανάλογων κτιρίων του παρελθόντος, καθώς η κατεδάφιση και η αντικατάστασή τους από νέα θα συμβάλει στον περαιτέρω ακρωτηριασμό της ιστορίας και αλλοίωση του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα του αστικού ιστού και θα χαθούν μορφές και χώροι που σημάδεψαν και διαμόρφωσαν την συλλογική μνήμη της τοπικής κοινωνίας.
Σήμερα στα αστικά κέντρα, και ιδιαίτερα στα επιβαρυμένα πολεοδομικά, η ενδεδειγμένη λύση είναι αυτή της επανάχρησης των παλαιών και συχνά εγκαταλειμμένων κτιριακών κελυφών και η απόδοσή τους για νέες χρήσεις και λειτουργίες.
Έτσι τα κτίρια θα συνεχίσουν να λειτουργούν ως σημεία αναφοράς για τις τοπικές κοινωνίες, ενώ μπορεί να αποτελέσουν και νέα τοπόσημα, δίδοντας αφορμές για αναβάθμιση σημείων και περιοχών των πόλεων, αφού με την αισθητική βελτίωση δεν θα διαφυλαχθεί μόνο ο αρχιτεκτονικός χαρακτήρας και η πολιτιστική ταυτότητα των πόλεων αλλά θα αναζωογονηθεί και η αναπτυξιακή δραστηριότητα με τα αντίστοιχα οικονομικά, πολιτιστικά και κοινωνικά οφέλη που θα επιφέρει.
*Ο Ξενοφών Παπαευθυμίου είναι συντηρητής έργων τέχνης-μουσειολόγος