Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Ο ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ   ΜΟΥΣΕΣ ΤΟΥ

 



 

Του Γιάννη Μπαρδάκη*

        Όπως ο μήνας Απρίλιος  στιγμάτισε τη ζωή της Μαρίας Πολυδούρη, κάτι αντίστοιχο συνέβη με το μήνα Ιούνιο στη ζωή του αρχάγγελου στην όψη ποιητή Άγγελου Σικελιανού.

    Βέβαια γεννήθηκε Μάρτη μήνα, αλλά η κατοπινή ζωή του, μέχρι το τέλος του στιγματίστηκε από το μήνα Ιούνιο.

    Ας πάρουμε, όμως,  από τα πράγματα απ΄την αρχή:

 

      Γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1884 στη Λευκάδα. Ήταν  ένα ξεχωριστό όμορφο αγόρι, παιδί του  καθηγητή γαλλικών Ιωάννη- Δημητρίου  Σικελιανού ( 1831-1909) και της καλλιεργημένης αστής  Χαρίκλειας Στεφανίτση ( 1847-1929).

      Η προσωπίδα,  που είναι τμήμα του αμνιακού χιτώνα και η οποία  κάλυπτε το πρόσωπο του νεογέννητου παιδιού, κατά τη λαϊκή δοξασία είναι εύνοια της φύσης και το παιδί προικισμένο και χαρισματικό.

       Στον « Αλαφροΐσκιωτο» ο ίδιος στιχουργεί για τη γέννα του και το γεγονός αυτό:

« Ακούστε με, ακούστε με ! Αν ετρέμανε

στην κούνια τα βυζασταρούδια,

εμένα με νανούρισαν

των αντρειωμένων τα τραγούδια.

Εμέ, 

λεχώνα η μάνα μου,

στην μπόρα τη μαρτιάτικη

πού΄χε τα ουράνια ανοίξει, εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της,

τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!

Μάνα, φωτιά με βύζαξες

Κι είν’ η καρδιά μου αστέρι?».

 

      Ο στίχος «εμένα με νανούρισαν των αντρειωμένων τα τραγούδια», προφανώς τον περιέλαβε γιατί μεγάλωσε με ιστορίες  από θρυλικά κατορθώματα ανθρώπων της οικογένειας, αφού ένας θείος του πολέμησε στο Μεσολόγγι και το βόλι τον βρήκε καβάλα στο κανόνι, ενώ ένας άλλος ο Μιχαήλ Σικελιανός υπήρξε υπουργός του  Ιωάννη Καποδίστρια.              

     Τόπος καταγωγής του πατέρα η Σικελία, το επώνυμο Golli το οποίο εξελίχτηκε σε  Siciliani  και έγινε Σικελιανός

       Του δόθηκε το όνομα Άγγελος, που ο ποιητής θεωρούσε σαν το μελωδικότερο όνομα της ελληνικής γλώσσας, λόγω του μελίρρυτου ήχου του γράμματος λ και ο Γιάννης Ρίτσος στη συλλογή του «Συντροφικά τραγούδια»  δοξάζει το όνομα:

« Άγγελε, Αρχάγγελε, ο αρχάγγελος του λόγου σου περιίπταται

μέσα στον κατάφωρο ελληνικόν αγέρα.

Άγγελε, Αρχάγγελε, στον ανεμόφερτον οίστρον σου πως κλάγγιζαν

έρωτες, θάλασσες, βουνά, λιοντάρια, πλάτανοι κι αστέρια….».

     Όντως ήταν προικισμένος από τη φύση, αφού ήταν πολύ όμορφος, σαν αρχαίος θεός, είχε παράστημα,  βαριά βροντερή φωνή και έκανε μεγαλόπρεπες χειρονομίες που γοήτευε το κοινό.

     Ο Ιούνης της ζωής του ξεκινάει με τη γιορτή του. Δεν γιόρταζε στις 8 Νοέμβρη, αλλά την ημέρα του Αγίου Πνεύματος που συνήθως έπεφτε αυτόν τον μήνα, ημέρα που γιόρταζε και το μοναστήρι της Φανερωμένης στη γενέτειρά του.

      Ο πρώτος έρωτας που   τον σημαδεύει στα 23 χρόνια,  ήταν η, κατά 10 χρόνια μεγαλύτερή του, φιλελεύθερη αντικομφορμίστρια, ηθοποιός, χορογράφος, συνθέτρια, υφάντρα αρχαίων ελληνικών ενδυμάτων και συνοδοιπόρος του στην αναβίωση των Δελφικών γιορτών, Εύα (Εβελίνα) Πάλμερ (Νέα Υόρκη 1874 - Δελφοί 1952), μια πανέμορφη με μακριά καστανοκόκκινα μαλλιά πλούσια αμερικάνα σοσιαλίστρια.


 

     Τη γνώρισε το  1907 στο σπίτι της Ισιδώρας Ντάνκαν στον Κοπανά, όπως ονομαζόταν τότε ο Βύρωνας, την παντρεύεται την ίδια χρονιά  και τη χωρίζει το 1934, αφού το 1933 η Εύα φεύγει για την Αμερική, έχοντας ξοδέψει και το τελευταίο σεντ της περιουσίας της, ενώ αυτός απομονώνεται στη Σαλαμίνα. Καρπός τους ο γιός τους Γλαύκος που γεννήθηκε το 1909.  

       Μαζί ζήσανε πολύ παράδοξα, αρχικά σ’ ένα φτωχό δωμάτιο στον Αϊ- Νικόλα της Λευκάδας, αργότερα σε πολυτελείς βίλες στην οδό Αγίου Μελετίου, στη Κηφισιά, στη Συκιά Κορινθίας, στη Σαλαμίνα καθώς και στη βίλα «αητοφωλιά» στους Δελφούς. Αμάξια με άσπρα άλογα με τα οποία κυκλοφορούσε στην Αθήνα, ντυμένος στ’ άσπρα σαν αρχαίος έλληνας- μάλιστα μία από τις άμαξες την διέθετε για να κατεβαίνει στο Φάληρο  η Μαρία Πολυδούρη.  Όλα αυτά με τη χρηματοδότηση της Εύας.  Μοιράζονταν τις ίδιες ιδέες  και τα ίδια όνειρα,  γι’ αυτό πολλοί βιογράφοι του την χαρακτήρισαν «ιέρεια της ποίησής του».

         Η Εύα  γύρισε μετά το θάνατό του στην Ελλάδα και   πέθανε  στις 4 Ιουνίου 1952 σε ηλικία 78 χρόνων από καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια παράστασης του «Προμηθέα Δεσμώτη». Τάφηκε, σύμφωνα με επιθυμία της,  στους Δελφούς.

   Με τη δεύτερη μούσα της ζωής του,  την Άννα Καμπανάρη έζησε ένα σφοδρότατο έρωτα. Την παντρεύτηκε στις 17 Ιουνίου 1940, στην ύπαιθρο, την περίφημη «αγέλαστη πέτρα»,  μέσα στο τελεστήριο της αρχαίας Ελευσίνας, όπου είχε καθίσει η θεά Δήμητρα για να κλάψει τη κόρη της Περσεφόνη.



    Η Άννα όταν τον γνώρισε ήταν παντρεμένη από το 1922 με τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της (αυτή 18 και αυτός 45 χρόνων) πνευμονολόγο γιατρό και ιδρυτή του σανατορίου του Πηλίου Γιώργο Καραμάνη.

     Σε συνέντευξή της το 1993 και στην ερώτηση της δημοσιογράφου Γεωργίας Καρρά, πως τη ζήτησε ο ποιητής για πρώτη φορά να δημιουργήσουν σχέση, απάντησε:

«Θα’ θελα να σας επισκεφτώ στο ερημητήριό σας»

«Θα ’ρθετε για το Πήλιο, όχι για μένα»

«Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο από σας».

    Την τελευταία ονομαστική γιορτή του την έζησε στη κλινική «Παμμακάριστος» στις 18 Ιουνίου 1951.

     Την άλλη μέρα 19 Ιουνίου 1951 στις 8 ακριβώς το βράδυ έγινε «άγγελος», όπως  ήταν η επιθυμία του, την οποία εξεδήλωσε στη νοσοκόμα που του φρόντιζε:

    «Χρυσή μου, ο Θεός μου έβαλε Άγγελο. Παρακαλώ τη Παναγιά, όταν πεθάνω, Άγγελο κοντά της να με βάλει».

     Αιτία θανάτου το πνευμονικό οίδημα. Ήταν 67 χρόνων. Η υγεία του ήταν εύθραυστη από το 1943, όταν την ημέρα της κηδείας του Παλαμά, κρατώντας στον ώμο του το σκήνωμα του μεγάλου ποιητή απήγγειλε κάτω από τη μύτη των Γερμανών,  «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα! Ένας λαός, σηκώνοντας τα μάτια του, τη βλέπει», ο γιατρός διέγνωσε βλάβη στο κυκλοφορικό, αφού η πίεσή του ανέβαινε στο 30!!  Ετάφη στους Δελφούς, δίπλα στο τάφο της μητέρας του και τον ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα σε διπλανό τάφο και η Εύα.

      Τον θάνατό του τον ανήγγειλε η Άννα στην Εύα με τη φράση: «Χάσαμε τον Άγγελό μας»!!!

       

        Κλείνω παραθέτοντας μερικά αποσπάσματα  από τα ερωτικά γράμματα που έγραψε στην Άννα, από την Άνοιξη του 1938 έως τα τέλη του 1947, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ» τον Ιούνιο του 1981 με τίτλο «Γράμματα στην Άννα».

        Τα γράμματα αυτά είναι ένας ορμητικός ποταμός ερωτικού συναισθήματος, όταν γράφει: «Το βουβό λυγμό Σου τόνε πίνω από το στόμα Σου, καθώς δεν ήπια βρέφος από το βυζί το γάλα».

        «Κράτησέ με γλυκά, σφιχτά στον κόρφο Σου, όσο θα μου λείψεις. Νιώθε με γερμένο απάνω Σου, μ’ όλο το βάρος του πόνου μου και της απαντοχής μου!».

    Διάλεξα αποσπάσματα από 4 γράμματα  που έγραψε μήνα Ιούνιο.

      1.-  Σαλαμίνα,  20 Ιουνίου 1938:

    «Πνοή μου μονάκριβη, φροντίδα μου άγια, ακοίμητη, άσβηστη, Άννα.

       Αν πρέπει, Αχώριστό μου Ταίρι, απόψε θα καθίσεις δίπλα στον Πατέρα, ο Άγγελος θα κλείσει μέσα στη καρδιά του τη Λατρεία του σε μια προσευχή βουβή κι αδιάκοπη, θα κλείσει και τα μάτια να Σε βλέπει μέσα του ολοένα, ως τη στιγμή που πάλι θάρθεις να τα’ ανοίξεις με την πνοή Σου!

    Αν πάλι θέλεις να’ρθει ο Άγγελος αυτού, να παραστέκει ακοίμητα σιμά Σου, να φιλήσει σιωπηλά τα χέρια του Πατέρα, η ψυχή του ακέρια και το σώμα θα’ ναι εκεί στο κάλεσμά Σου! Η ψυχή μου και το σώμα, σε χαρά και πόνο, πλάϊ Σου πια ως τον τάφο, μες στο τάφο, πέρα από τον τάφο.

    Άννα μου, Άννα μου, Άννα. Στα θεία Σου πόδια, όλα του νου και της καρδιάς μου τα φιλιά!».

    2.- Νύχτα, Αθήνα, 8 Ιουνίου 1939:

     …Άννα διψώ να ακούσω απόψε πως μ’ αγαπάς!

      Έχω το στήθος μου γεμάτο απόψε από λυγμούς Λατρείας, έχω το στήθος μου γεμάτο από το πρώτο απόλυτο ερώτημα, Άννα!

…..Απάντησέ μου απόψε, Αγάπη μου, σα να ‘ναι εκείνη η πρώτη, η πρώτη Νύχτα, απάντησέ μου απόψε, Αγάπη μου και για όλη μας τη ζωή».

    3.- Στην καμαρούλα του Βόλου, 14 Ιουνίου 1939:

     « ….Έτσι, Λατρεία μου, είμαι κλεισμένος σήμερα, καθώς η κάμπια υφαίνει μόνη το κουκούλι της γιατί βαθιά της νιώθει πως ό, τι πρωτύτερα την έκανε να σέρνεται στη γη θ’ ανθίσει τέλος σε φτερό… .Έτσι είμαι κλεισμένος θεληματικά, θεϊκιά μου απαντοχή, μες τη μικρούλα κάμαρα  πιστά και υπομονετικά, γιατί πιστεύω πως μια μέρα- αυτή που μου’ ταξες- θα φτερουγίσω απέραντα μαζί Σου μες στο φως και στη δροσιά και στ’ άρωμα της τέλειας Λευθεριάς…».

4.- Τετάρτη πρωί, 21 Ιουνίου 1939, Χαλκίδα:

    « Άννα μου,

    Σ’ αγαπώ όπως τα μικρά παιδιά αγαπούν τα παραμύθια. Η ψυχή μου ξάπλωσε στα μοσχοβολημένα πόδια Σου και κλαίει σιγά και Σου τα  λούζει τρυφερά….».

 

*Ο Γ.Μ είναι δικηγόρος