Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Οι λησμονημένοι της Ιστορίας




Της Βάσως Μπίσσα-Σταφυλάκη*

          Στην τραγωδία που ξετυλίχτηκε στο  Μεσολόγγι  απ’ το 1822 μέχρι και τον Απρίλιο του 1826 και που έμεινε  παγκόσμια γνωστή ως «Η Έξοδος  του Μεσολογγίου»,  κυριάρχησαν τρεις μορφές, τρεις μοναδικές προσωπικότητες,  τρία πρότυπα ανθρώπινων  χαρακτήρων. Ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Ιωσήφ των Ρωγών και ο Χρήστος Καψάλης. Πρότυπα γιατί  ό,τι αποζητάει  κάθε άνθρωπος, χρήμα, εξουσία, ευτυχία, ζωή, τα κατέθεσαν ανεπιφύλακτα στο βωμό του υπέρτατου αγαθού της ελευθερίας  της πατρίδας.

 

             Αθανάσιος Ραζηκότσικας : Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1798 σε οικογένεια  απ’ τις πιο  παλαιές και πλέον διακεκριμένες  της πόλης. Εφοίτησε  στην Παλαμαϊκή Σχολή με δασκάλους  τον Παναγιώτη και τον Γρηγόριο Παλαμά. Όταν  στις 20 Μαΐου 1821 κηρύχτηκε η Επανάσταση  στο Μεσολόγγι, οι συμπατριώτες του τον εξέλεξαν  αρχηγό τους παρά το νεαρό της ηλικίας  του. Όμορφος, σεμνός, οξυδερκής αλλά αυστηρός,   αγέρωχος  και εξαιρετικά γενναίος  δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την πόλη του, παρά μόνο για να πάρει μέρος με τους άντρες του  στην απελευθέρωση του Αγρινίου, στις μάχες του Μακρυνόρους, του Αιτωλικού, του Κρυονερίου, του Βασιλαδιού και στα γιουρούσια κατά των πολιορκητών.
            Πριν απ’ την πρώτη πολιορκία είχε προνοήσει  για την άμυνα της πόλης  με την κατασκευή τάφρου απ’ την πλευρά που δεν την έβρεχε η λιμνοθάλασσα. Τοποθέτησε  φρουρές στα νησιά Προκοπάνιστο, Βασιλάδι και Κλείσοβα και διέθεσε  άφθονο χρήμα για τον εφοδιασμό σε τρόφιμα  και υλικά πολέμου.
            Αντιτάχθηκε  σθεναρά σε κάθε υπόνοια  παράδοσης της πόλης στην πρώτη πολιορκία  χαρακτηρίζοντας  «άτιμο»  αυτόν  που μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Η πρώτη πολιορκία  έληξε  άδοξα για τους Τούρκους. Το Μεσολόγγι κράτησε  έχοντας  άσβεστη τη φλόγα της Επανάστασης  στη Δυτική Ρούμελη.  κι αυτό δεν οφείλονταν στην στρατιωτική ευφυΐα  του Μαυροκορδάτου ή στην ανδρεία του Μπότσαρη, αλλά στην διορατικότητα  του Θανάση Ραζηκότσικα  και την επιμονή του να είναι το Μεσολόγγι το προπύργιο του Μωρηά.
            Απ’ την αρχή της δεύτερης πολιορκίας  ορίστηκε «αρχηγός των ντόπιων αρμάτων»,  ανεπίσημα όμως αναγνωρίστηκε απ’ όλους  ως Γενικός  Αρχηγός γιατί «ευρίσκετο εις τα άρματα ημέρας  και νυκτός». Αρνήθηκε να συμμετάσχει  στην αντιπροσωπεία  που πήγε στο Ναύπλιο να ζητήσει βοήθεια  απ’ την Κεντρική Κυβέρνηση, για να μην απομακρυνθεί από τις επιχειρήσεις, και όταν τον Μάρτιο του 1826 ύστερα από δελεαστικές προτάσεις των Τούρκων, έγινε συζήτηση για παράδοση της πόλης , έπεισε  τους  άλλους  οπλαρχηγούς , ακόμη και με απειλές και χρήματα,   να μην παραδώσουν το Μεσολόγγι.
            Στην Έξοδο  βγήκε  απ’ τη «Λουνέτα», την ανατολική ντάπια, με πεντακόσιους περίπου άνδρες και τα γυναικόπαιδα. Τους περίμενε  όμως ένας τεράστιος όγκος  εχθρικού στρατού και έτσι  δέχτηκε απ’ τους πρώτους το φονικό  χτύπημα.
            Ο Αθανάσιος  Ραζηκότσικας  δεν τιμήθηκε ποτέ  απ’ την τότε Κεντρική Κυβέρνηση. (Ίσως γιατί ο Μαυροκορδάτος έτρεφε γι΄αυτόν μεγάλη αντιπάθεια). 




             Επίσκοπος Ιωσήφ Ρωγών : Γεννήθηκε στα Αμπελάκια  της Θεσσαλίας  το 1776. Ακολούθησε το ιερατικό στάδιο,  αφού μαθήτευσε  στη Σχολή  Κούμα της  Τσαριτσάνης. Χειροτονήθηκε Αρχιμανδρίτης  απ’ τον Επίσκοπο Άρτης Πορφύριο και αργότερα  βοηθός Επίσκοπος του Πορφυρίου  με τον τίτλο του «Ρωγών και Κοζύλης». Τον Ιούλιο  του 1822 ακολούθησε στο Μεσολόγγι τον Μητροπολίτη Πορφύριο και όταν αυτός έφυγε για το Ναύπλιο ως αντιπρόσωπος του Μεσολογγίου στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, ο Πορφύριος   ανέλαβε  μητροπολιτικά καθήκοντα διαμένοντας    δίπλα στο σημερινό Ναό του Αγίου Παντελεήμονα σ΄έναν «πενιχρό οικίσκο»  που σωζόταν μέχρι  τις αρχές του 20ου αιώνα.
            Ο Ιωσήφ των  Ρωγών,  ο Αρχιερεύς  όπως τον αποκαλούσαν, μυημένος  απ’ την αρχή της Επανάστασης  στην Φιλική Εταιρεία  και «πρώτος  τη τάξει» Φιλικός  στο Μεσολόγγι  κατέστη κυρίαρχη μορφή στα γεγονότα της δεύτερης μεγάλης πολιορκίας. Με εξαιρετικό θάρρος, κρατώντας  στο ένα χέρι το Σταυρό και στο άλλο το  Καρυοφύλλι γύριζε  από προμαχώνα σε προμαχώνα ευλογώντας και ενθαρρύνοντας  τους μαχητές.  Πρώτος και καλύτερος  κουβαλούσε   χώμα και πέτρες  για τις επισκευές  των οχυρωμάτων, παροτρύνοντας  και όλους τους άλλους κληρικούς να τον μιμηθούν. Εκτελούσε με πίστη και αφοσίωση τα  ιερά του καθήκοντα  και προσέφερε  αγάπη και  παρηγοριά σε όλο το ποίμνιό του.
            Διέθετε κύρος και έχαιρε μεγάλου  σεβασμού  απ’ όλους τους οπλαρχηγούς και λάβαινε  μέρος στα συμβούλιά τους. Ήταν απ’ τους συντάκτες της ιστορικής απόφασης για την Έξοδο,  αφού απέτρεψε πρώτα την φρικτή πρόταση  για θανάτωση των αμάχων απ’ τους ίδιους. Την παραμονή της μεγάλης μέρας  μαζί με άλλους ιερείς  εξομολόγησε  και κοινώνησε  τους πολεμιστές και τους κατοίκους της πόλης. Στην Έξοδο ακολούθησε το σώμα του Νότη Μπότσαρη αλλά  όταν ακούστηκε η φωνή «πίσω, πίσω» επέστρεψε στην πόλη  και μαζί με τριάντα Μεσολογγίτες κλείστηκε στον Ανεμόμυλο, που ήταν σε νησάκι στη νότια παραλία,  και αντιστάθηκαν  επί δύο μέρες. Την Μεγάλη  Δευτέρα, 12 Απριλίου  1826, έβαλε φωτιά στην πυρίτιδα που υπήρχε στον Μύλο  και τον ανατίναξε . Δυστυχώς βαριά τραυματισμένος έπεσε  στα χέρια των εισβολέων που στη συνέχεια τον απαγχόνισαν. 


           
             Χρήστος Καψάλης : Γεννήθηκε  το 1751 στο Μεσολόγγι από επιφανή  οικογένεια  με πατριαρχικό τίτλο. Πρόκριτος  και δημογέροντας  κήρυξε  μαζί με άλλους την Επανάσταση  στο Μεσολόγγι. Διέθεσε  όλη του  την περιουσία  στον Αγώνα της πόλης εμψυχώνοντας  συνεχώς τους συμπατριώτες του.
            Στη διάρκεια  της δεύτερης  πολιορκίας  μετέτρεψε το σπίτι του  σε πυριτιδαποθήκη  και εργαστήριο  κατασκευής φυσιγγίων. Σ’ αυτό το σπίτι φιλοξενήθηκε ο Λόρδος Βύρων όταν ήρθε στο Μεσολόγγι.
            Δεν ακολούθησε  τους συμπατριώτες του στην Έξοδο. Ήταν σε αρκετά προχωρημένη ηλικία  και  χωλός. Την παραμονή όμως της μεγάλης  μέρας  συγκέντρωσε στο σπίτι  του τετρακόσιους  περίπου ανήμπορους ανθρώπους, γυναίκες, παιδιά, αρρώστους, γέροντες.
            Ο Σπυρομήλιος  στα «Απομνημονεύματά» του  αναφέρει για το συγκλονιστικό ολοκαύτωμα του Χρήστου Καψάλη   : «…Έβγαζε τας γυναίκας  εις τα  παράθυρα δια να τις  ιδώσιν  οι Τούρκοι  και παρακινηθώσι να έμβουν  εις το  οσπίτιον. άφησεν  ούτως, ώστ’  εσυνάχθησαν πλήθος Τουρκών,  και τότε έδωσεν πυρ  εις την  πυριτοθήκην  και ούτως  απέθανεν   ενδόξως   και αυτός,  έσωσεν  από την αιχμαλωσίαν και την ατιμίαν  τόσας ψυχάς συνεπιφέρων  τον θάνατον και εις πλήθος Τουρκών». Όμως  δεν έσωσε  απ’ την αιχμαλωσία τον εντεκάχρονο γιό του  Δημήτρη,  που σώθηκε  από τον χαλασμό  μονόφθαλμος, έπεσε  στα χέρια των Τουρκοαιγυπτίων  και όταν αργότερα  απελευθερώθηκε  επέστρεψε  στο Μεσολόγγι, όπου  απέθανε  τυφλός και πένης.
            Αυτοί ήταν τρεις  απ’ τους Αθάνατους πρωταγωνιστές το δράματος της «Εξόδου». Θα μείνουν Αθάνατοι, ας μη  μείνουν  λησμονημένοι.

*Από το λεύκωμα «ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ –ΙΕΡΗ ΠΟΛΗ» 
Η Βάσω Μπίσσα – Σταφυλάκη  είναι μαθηματικός