Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Το χωρίς γυρισμό ταξίδι ενός ρομαντικού



Του Γιάννη Μπαρδάκη*

«Αν είμαι ποιητής, ο αέρας της Ελλάδας μ’ έκανε», είχε πεί  ο αγωνιστής, ο σημαιοφόρος και οραματιστής της ιδέας της ελευθερίας των λαών, ο απολλώνειας ομορφιάς  λόρδος Βύρων.
Ο Σκωτ περιγράφοντας το κεφάλι του έλεγε: «Έμοιαζε με ωραίο αλαβάστρινο βάζο, που φωτίζεται από μια εσωτερική λάμπα».
     Η ιδέα λοιπόν της ελευθερίας  τελικά έφθειρε τη ζωή του, αφού οι έγνοιες του για τον αγώνα της Ελλάδας ήταν περισσότερες και πάνω από τη ποίηση και τον έρωτα.
   Άφησε τα ρόδινα παλάτια του στην Αγγλία και την Ιταλία και  αποφάσισε να βοηθήσει τον αγώνα. Διάλεξε χωρίς δεύτερη σκέψη το επικίνδυνο Μεσολόγγι που τόσφιγγε η Τουρκιά, για να ζήσει στερημένα και σκληρά και να διαθέσει όλο το χρήμα του και το κύρος του στη λευτεριά της Ελλάδας.
 
      Η διαδρομή σύντομη. Ξεκίνησε στις 30 Ιουνίου του 1823 από το «Φιλελληνικό Κομιτάτο» του Λονδίνου, μπήκε σ’ ένα μπρίκι με το αρχαίο ελληνικό όνομα «Ηρακλής», μαζί με τον ιδιόρρυθμο και ρομαντικό τυχοδιώκτη φίλο του Τρελλώνυ - γαμπρό επ’ αδελφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου, αφού παντρεύτηκε τη 13χρονη ετεροθαλή αδελφή του Ταρσίτσα Ανδρούτσου -  το γραμματέα του Πέτρο Γκάμπα, το γιατρό του Μπρούνο, το πιστό του υπηρέτη Φλέτσερ, επικεφαλής άλλων εφτά ξένων υπηρετών και ενός Έλληνα του Σκυλίτζη,  έχοντας μαζί του,  τις αποσκευές του τα άλογά του και τους αγαπημένους του σκύλους.
    Πιάνει στις 15 Ιουλίου Γένοβα, αράζει στο Λιβόρνο και καταπλέει στις 3 Αυγούστου στο Αργοστόλι, κοντά στο φίλο του τον Άγγλο τοποτηρητή του νησιού το Τσάρλς Νάπιερ και εγκαθίσταται για περίπου πέντε μήνες στο χωριό Μεταξάτα.
     Από εκεί αποπλέει από τη Ζάκυνθο και  στις 5 Ιανουαρίου 1824, μετά από καταδίωξη του τούρκικου στόλου που ήταν απλωμένος σε όλο το Πατραϊκό κόλπο, σύντομη καταφυγή στο Δραγαμέστο (Αστακό), αποβιβάζεται στο Μεσολόγγι, όπου οι πολιορκημένοι  Μεσολογγίτες τον υποδέχονται με μεγάλο ενθουσιασμό και τον ανακηρύσσουν πολίτη και ευεργέτη της πόλης, αναλαμβάνοντας αμέσως δράση με την έγκριση και τη συνεννόηση των πολιτικών  και των στρατιωτικών της εποχής.


        Η θέλησή του να μείνει για πάντα στην Ελλάδα και την αγαπημένη του πόλη, αποτυπώνεται στη τελευταία στροφή των τελευταίων στίχων του που γράφτηκαν και απαγγέλθηκαν από τον ίδιο σε φιλικό κύκλο στο Μεσολόγγι, στην οικία Καψάλη όπου διέμενε στις 22 Ιανουαρίου 1824 όταν συμπλήρωσε τα 36 χρόνια του. (Ορθογραφία και γραφή του πρωτότυπου που μετέφρασε ο Σπυρίδων Τρικούπης):
         «Δεν σου μένει παρά να εύρης ό,τι εγύρευες παντού
            Και να το εύρης δεν μπορούσες: μνημ’ ανδρός πολεμικού.
            Βρίσκοντάς το κύττα γύρω, πιασ’ την θέσι που ποθείς.
            Για την δόξαν πολεμώντας, πέσ’ εκεί ν’ αναπαυθής». 

         Κατά τον Ζαχαρία Παπαντωνίου στη πόλη του Μεσολογγίου αντιμετώπισε  τρεις εχθρούς: «την αναρχία των ενόπλων που είχαν κατασταλάξει στη πόλη απ’ όλη την Ελλάδα, τη στέρηση γιατί κακοζούσε και τη βροχή που ήταν και ο τρομερότερος , που του έσκαψαν την υγεία».
     Πράγματι, στις 15 Φεβρουαρίου 1824 αρρωσταίνει από θέρμες λόγω του υγρού κλίματος του Μεσολογγίου, οι οποίες του προκαλούν ανατριχίλες, ζάλες,  ρευματικούς πόνους και εξάντληση, λόγω της κακής διατροφής του στη πολιορκημένη πόλη- από μαρτυρία τρεφότανε μόνο με φασόλια- με αποτέλεσμα να λειώνει σιγά-σιγά. Ήταν τα πρώτα συμπτώματα της ελονοσίας.
     Το οριστικό χτύπημα το δέχεται όταν μια μέρα σ’ ένα περίπατό του, έφιππος,  προς την αγαπημένη του Φοινικιά, τον έπιασε  δυνατή βροχή. Ήταν 3 Απριλίου και γύρισε στην οικία που διέμενε βρεγμένος ως το κόκκαλο. Το βράδυ της ίδιας μέρας παραπονέθηκε στο γιατρό του ότι αισθάνονταν ρευματικούς πόνους και πυρετό, γεγονός που δεν μπόρεσε έκτοτε να εξέλθει από την οικία,  προφανώς οι γιατροί του έκαναν άστοχη θεραπεία και στις 19 Απριλίου 1824, αφού από το προηγούμενο βράδυ είχε πέσει σε λήθαργο, άφησε τη στερνή του πνοή, στην αγαπημένη του πόλη, που τη τρίτη μέρα του Πάσχα τον κήδεψε πάνδημα, τοποθετώντας το ισχνό του σώμα σ’ ένα χοντρό άτεχνο ξύλινο φέρετρο, στρωμένο από μέσα με τενεκέ,  πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένα, ο μαύρος μανδύας του, ένα κράνος, ένα σπαθί και ένα στεφάνι δάφνης.




Το πνευματικό  περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» που εξέδιδε ο Σπύρος Μελάς, στο τεύχος 77/ 15-4-1951 με αφορμή την επέτειο του θανάτου του φιλοξένησε ένα αφιέρωμα με τίτλο «Βύρων 19 Απριλίου 1824». Από το περιοδικό αυτό παραθέτω ένα απόσπασμα που διέσωσε ο ιστορικός Στέφανος Ξένος (Σμύρνη 1821- Αθήνα 1894) με τις αναμνήσεις του αχώριστου συντρόφου του και συνοδοιπόρου Edward John Trellanhy,  επί το ελληνικότερον Εδουάρδου Ιωάννη Τρελλώνη (1792-1881). Έχει τίτλο «Ο Βύρων νεκρός» το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό που εξέδιδε ο Ξένος «Βρεττανικός Αστήρ» το 1860.
Το  παραθέτω αυτολεξεί στην ορθογραφία και τη διατύπωση της γλώσσας :


« Ο Λόρδος Βύρων είχεν εκπνεύση την 19( ν.χ.) του ιδίου μηνός· η οικία του ήτο ως και αι λοιπαί μεταξύ του ύδατος και των ανέμων, ήδη δε μεμονωμένη  ως ουδείς να μη κατώκει εν αυτή· προ τριών μηνών ωμείαζε με χρηματικήν τράπεζαν· τοσούτον ημέρα και νύκτα ήτο πολιορκημένη από επισκέψεις· ουδείς έτερος ήτον εντός ειμή ο πιστός του Φλέτζερ. Δακρύων με ωδήγησεν εις τον κοιτώνα, όπου έκειτο ο νεκρός του δυστυχούς  φίλου μου· ιστάμεθα όρθιοι αμφότεροι χωρίς να προσφέρωμεν λόγον. Απέσπασα το μέγα κάλυμμα, είτα τη λευκήν σινδόνην, και ιδού ενώπιόν μου το βαλσαμωμένο σώμα του Προσκυνητού( Pilgrim)· ήτο ωραιότερον μετά θάνατον ή όταν έζη· ολίγα μαρμάρινα αγάλματα ηδύναντο να το πλησιάσωσιν εις την λευκότητα και την στιλπνότητα· οποίαν αρμονίαν, αναλογίαν και τελειότητα δεν παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά του εκείνα! Και όμως ποσάκις δεν τον ήκουσα καταρώμενοντο ωραίον εκείνο σώμα του! Ζων ήτο ενίοτε λίαν ζηλότυπος δια την φαντασίαν και την αγχίνοιαν του Σαικσπήρου· τοσούτον ο ίδιος ενόμιζε τίποτε τον εαυτόν του.
       Παρεκάλεσα τον Φλέτζερ νε με δώση εν ποτήριον ύδατος· ησθανόμην φρικώδη πυρετόν εις το αλγεινόν τούτο θέαμα… ΄Εσυρα το νεκρικόν σινδόνιον μέχρι των ποδών και ήρχισα να το εξετάζω λεπτομερώς· το μέγα απόκρυφον του Βύρωνος ενταύθα ήτο πλέον εκτυλιγμένον…Αμφότεροι οι πόδες του ήσαν ισχνότατοι και αι κνήμαι του ξηρόσαρκοι και συνεστραμμέναι επί των κλειδώσεων των γονάτων… Εις δύο λέξεις το σώμα του λόρδου Βύρωνος από κεφαλής μέχρι γονάτων είχε το κάλλος και την μορφήν του Απόλλωνος· από δε των γονάτων μέχρι των πτερνών ενός Σατύρου.
      Ο δεξιός αυτού πους ήτον εις χείρονα παρά τον αριστερόν κατάστασιν· και, φαίνεται, έγινεν ούτω, διότι η μήτηρ του εκ της βρεφικής αυτού ηλικίας επάσχισεν δια πολλών μέσων να τον ευθύνη· με είχεν ειπή, ότι δια πολλούς μήνας εφόρει χαλυβδίνους λάμας, αίτινες αντί να τον καλυτερεύσουν τουναντίον ηύξησαν την χωλότητα αυτού· Τούτου ένεκα τα σανδάλιά του ήσαν κατεσκευασμένα ειδικώς πως· είχον πτέρνας υψηλάς με πάτους πολύ χονδρούς εσωτερικώς, πλην φαινομένους λεπτοτάτους εξωτερικώς· τα πλευρά των ήσαν επενδυμένα με βάμβακα ή μαλλία· έφερε πάντοτε πανταλόνια πλατύτατα, κυματίζοντα μέχρι του εδάφους, εις τρόπον ώστε να κρύπτουν τους πόδας του, εβάδιζε δε παραδόξως πως, προσπαθών να καλύπτη όσον ηδύνατο την φυσικήν αυτού κατάστασιν· λ.χ. όταν εισήρχετο εις δωμάτιον, εισήρχετο με εν είδος  ελαφρού τρεξίματος, ως να μη ηδύνατο να κρατήση εαυτόν, έπειτα εστερέωνε τον καλύτερο πόδαν εμπρός ρίπτων το βάρος του σώματος όπισθεν, ίνα διατηρήση την ισοσταθμίαν του. Όταν ήτον νεώτερος και ίσχυε περισσότερον, ηδύνατο με το ραβδί του να οδοιπορήση ενός μιλίου ή δύο απόστασιν, χωρίς να απαυδήση· πλην εσχάτως ότε επάχυνεν ολίγον και έγινε βαρύτερος, σπανιότατα εξήρχετο πεζός περισσότερον των 100 ή 200 μέτρων απόστασιν χωρίς να απαυδήση και καθίση επί τινος εδωλίου ή να ακουμβήση επί τινος τοίχου. Ο Βύρων μετά βαθείας λύπης ησθάνετο την προς το πάχος αυτού τάσιν, ήτις ποιούσα το σώμα του βαρύτερον ηύξανε φυσικώς τη χωλότητα. Τούτου ένεκα δεν έτρωγε ειμή πολλά ολίγον, ελιμοκτόνει σχεδόν.
      Επί της τραπέζης έκειτο ημιτελής επιστολή προς την γυναικαδέλφην του Αυγούσταν Λέηχ (Augusta Leigh). Ήτο η μόνη συγγενής και φίλη του, με την οποίαν ανταπεκρίνετο· την ηγάπα πολύ και έγραφε προς αυτήν τας λεπτομερείας της εις Ελλάδα αφίξεώς του…..Είχεν αρχίση την επιστολήν ταύτην ο δυστυχής Βύρων, όταν η ασθένεια και ο θάνατος τον επρόφθασαν και δεν τον αφήκαν να την τελειώση. Την αντέγραψα κατά γράμμα φοβηθείς μήπως το πρωτότυπον παραπέση ποτέ.
      Την επαύριον ενωρίς εγώ και ο Γάμπας ηρχίσαμε να εξερευνώμεν τα χαρτιά του λόρδου Βύρωνος και τακτοποιώμεν αυτά. Ήσαν δε ατύτα εφημερίδες με σημειώσεις απομνημονευμάτων και διάφοροι σκέψεις του επί των Σουλιωτών. Γαλλικαί και Ιταλικαί επιστολαί διάφορων επίσημων ανδρών· δεκαπέντε χωρία του δεκάτου εβδόμου άσματος του Δον Ζουάν, διάφορα τραγούδια ατελέστατα· ομοίως και άλλαι τινές ποιήσεις αδιεκπεραίωτοι και πάντη ακτένιστοι· επίσης η συνέχεια του Childe Harold· αι σκέψεις του περί της εξορίας του Ναπολέοντος εις Αγίαν Ελένην και το Deformed Transformed  ποίημά του».
  
Απάνω στην ακμή της ηλικίας του λοιπόν, θυσίασε τη ζωή του, όχι  στο πεδίο της τιμής που ποθούσε η καρδιά του, αλλά από τις κακουχίες και τις συγκινήσεις της ταραγμένης του ζωής, γεγονός που ομολόγησε στον «Δον Ζουάν» του: «Στην άνοιξή μου σπατάλησα το καλοκαίρι μου…..Ξόδεψα τη καρδιά μου σ’ έρωτα και το μυαλό μου σε ρίμες».

*Ο Γιάννης Μπαρδάκης είναι δικηγόρος