Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Οι πρόσφυγες του Νοέμβρη

ή

(η δεύτερη πολιορκία της Τροίας
στις ανταποκρίσεις του Χεμινγουέι…
)

 

                                   Της  Ανδρονίκης  Π. Χρυσάφη*

 

Με τους χιλιάδες Σύριους πρόσφυγες να στοιβάζονται στα παγωμένα σύνορα δύο ανοίκειων χωρών, πολύ βορινών και μακρινών από τον τόπο τους, και να προσπαθούν να διασχίσουν χωριά και δάση άγνωστα μέχρι χθες / με τον Πρόεδρο της γείτονος να απειλεί εκ νέου με προσφυγικές μάζες τα ανατολικά μας σύνορα / και να απαιτεί ακριβά ανταλλάγματα για να αντιμετωπίσει την εμπορία μεταναστών… Οι ανταποκρίσεις του Χέμινγουεϊ από την εκκένωση της ανατολικής Θράκης, τον Νοέμβριο 1922, επανέρχονται δραματικά στο προσκήνιο.

 


Όλη τη μέρα τους έβλεπα να περνούν από μπροστά μου. Κουρασμένοι, βρόμικοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι. Και γύρω τους η σιωπή τής ξαφνιασμένης Θράκης. Έφευγαν. Χωρίς μπάντες, χωρίς εμβατήρια, χωρίς καν την περίθαλψη… Το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας. [Ε. Χέμινγουεϊ, ανταπόκριση στην εφημ. The Toronto Daily Star, 24-10-1922]

 

Οκτώβριος 1922. Στον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής και ενώ οι τελευταίοι πρόσφυγες ξεβράζονται ακόμα στα ελληνικά εδάφη, στην ουδέτερη —για την ώρα— και προστατευόμενη, από τις συμμαχικές δυνάμεις, Κωνσταντινούπολη, παρατηρείται άλλου είδος συνωστισμός: συμμαχικά πλοία και ολοένα αυξανόμενα βρετανικά στρατεύματα, φοβισμένος χριστιανικός πληθυσμός, Ευρωπαίοι διπλωμάτες, τυχοδιώκτες που οσμίζονταν αλλαγές, έμποροι όπλων, κατάσκοποι του Κεμάλ, δημοσιογράφοι, και, πάνω απ’ όλα, η φήμη ότι πλησιάζει ο κεμαλικός στρατός για μια ακόμα Άλωση… Το μεσημέρι της 29ης Σεπτεμβρίου του 1922, ο νεαρός δημοσιογράφος Έρνεστ Χέμινγουεϊ καταφθάνει με το Όριεντ Εξπρές στην Πόλη, την οποία και περιγράφει, στην πρώτη πρόταση της πρώτης ανταπόκρισής του, ως θορυβώδη, λοφώδη, ζεστή, βρώμικη μα όμορφη. Γεμάτη στολές και φήμες 


 

Στα 1922 ο Χέμινγουεϊ, ήδη εγκαταστημένος ως δημοσιογράφος στο Παρίσι με την πρώτη του σύζυγο, ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη ως ανταποκριτής της καναδέζικης εφημερίδας «The Toronto Daily Star» για τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο. Αυτή ήταν η επίσημη δικαιολογία. Η σχέση του, όμως, με τη αινιγματική κοσμοπολίτισσα Ελληνίδα Τερέζα Δαμαλά ήταν μάλλον ο καταλύτης για τον τρόπο και την ευαισθησία που, ο μετέπειτα νομπελίστας, βίωσε και περιέγραψε την εκκένωση και την προσφυγιά της ανατολικής Θράκης. Κατέλυσε (ή κατέλυσαν, μαζί με την Τερέζα) σε ξενοδοχείο στο Πέραν, αλλά ο 23χρονος δημοσιογράφος υποφέρει από συνεχείς κρίσης ελονοσίας και τσιμπήματα κουνουπιών. Συναναστρέφεται ευφυείς Άγγλους αξιωματικούς που έζησαν από πρώτο χέρι την καταστροφή στην Μικρασία, είχαν δει τις κινήσεις όλων των πλευρών, γνώριζαν τους πρωταγωνιστές και είχαν αποκτήσει προσωπική άποψη για την ευαίσθητη σκακιέρα της περιοχής. Οι αφηγήσεις τους καταγράφονται από τη Ρέμινγκτον του Χέμινγουεϊ ─ένα θηριώδες μηχάνημα που τα πλήκτρα του, όταν δουλεύει μανιωδώς τα βράδια, ενοχλούν όλο το Πέραν Παλάς─ και ταξιδεύουν ως το μακρινό Τορόντο του Καναδά. Βάζει στο στόχαστρό του ακόμα και τον ίδιο τον Κεμάλ: «Οι ισλαμιστές περίμεναν ότι ο Κεμάλ θα γινόταν ένας νέος Σαλαντίν, αλλά απογοητεύτηκαν. Ο Κεμάλ είναι ένας μπίζνεσμαν. Δεν δίνει δεκάρα για τον Αλλάχ – το μόνο που τον νοιάζει είναι να πάρει τα πετρέλαια της Μεσοποταμίας. Το πετρέλαιο θέλει και η μεγάλη Βρετανία» [Ε.Χ., από το άρθρο «Οι Τούρκοι δεν εμπιστεύονται τον Κεμάλ Πασά», 24-10-1922]

Όλοι συμφωνούν ότι το επόμενο μακελειό προετοιμάζεται στην ανατολική Θράκη, η οποία, ήδη από το 1920, είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα μαζί με τη ζώνη της Σμύρνης. Στις 3 Οκτωβρίου 1922 και κάτω από την πίεση των κεμαλιστών ξεκίνησε, με την παρουσία της ελληνικής και τουρκικής πλευράς, η διάσκεψη των Συμμάχων στα Μουδανιά, μια παραθαλάσσια μικρασιατική πόλη κοντά στην Προύσα. Η «Συνθήκη των Μουδανιών» που υπεγράφη λίγες μέρες αργότερα, στις 13 Οκτωβρίου, διέσωσε τις τεταμένες ισορροπίες, απέτρεψε το ρήγμα μεταξύ των Συμμάχων και ικανοποίησε την τουρκική πλευρά. Οι απειλές των Κεμαλιστών, ότι θα προχωρήσουν στρατιωτικά προς την ουδέτερη ζώνη των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, έπιασαν τόπο. Οι Σύμμαχοι τούς χάρισαν την ανατολική Θράκη, στέλνοντας παράλληλα τελεσίγραφο στους ηττημένους Έλληνες: η περιοχή έπρεπε να εκκενωθεί μέσα σε 15 ημέρες, από την ελληνορθόδοξο πληθυσμό της και τα ελληνικά στρατεύματα. Είναι γνωστό, ο νικητής επιβάλλει τους όρους. Συνολικά, 250.000 γηγενείς Έλληνες και 150.000 στρατιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι ξεκίνησαν να  εγκαταλείπουν την ανατολική Θράκη. Οκτώ χιλιάδες Τούρκοι αστυνομικοί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή για να επιβλέψουν τη εκκένωση. 


 

Στα Μουδανιά, ένα ζεστό, σκονισμένο, ρημαγμένο, δεύτερης κατηγορίας λιμάνι στη Θάλασσα του Μαρμαρά η Δύση συνάντησε την Ανατολή […] Ο επόμενος κίνδυνος είναι τα Στενά. Τα στενά μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και του Αιγαίου είναι η φυσική διέξοδος της Ρωσίας. Όπως θυμάστε, την Κωνσταντινούπολη την είχαν τάξει στους Ρώσους στον προηγούμενο πόλεμο.  [Ε. Χ., από το άρθρο «Η Ρωσία χαλάει το γαλλικό παιχνίδι», 23-10-1922]

Ο Χέμινγουεϊ, ακόμα και αν επιτρεπόταν η παρουσία δημοσιογράφων, δεν θα μπορούσε να έχει παρακολουθήσει τη διάσκεψη στα Μουδανιά. Τον ταλαιπωρούσαν φρικτά οι θέρμες της ελονοσίας και οι κοριοί. Στις 14 Οκτωβρίου, καταπολεμώντας τον πυρετό του με ασπιρίνες και κινίνα, αγόρασε τρεις καινούργιες καθαρές κουβέρτες και κατευθύνθηκε δυτικά, καταλήγοντας στην Αδριανούπολη, όπου η κατάσταση ήταν χαοτική. Εκεί, στον τόπο που μεγάλωσε η Τερέζα και επηρεασμένος από τον έντονο ψυχισμό της ίδιας, περιέγραψε το δράμα των Ελλήνων προσφύγων που εγκατέλειπαν την περιοχή μαζί με το εξαθλιωμένο στράτευμα, κατευθυνόμενοι δυτικά:

Χιλιάδες χριστιανοί, πολλοί εκ των οποίων πεινασμένοι και με όλα τα υπάρχοντά τους πακεταρισμένα στις πλάτες τους, άρχισαν να εγκαταλείπουν τη Θράκη σήμερα, καθώς ο σταυρός δίνει τη θέση του στην ημισέληνο. Ηλικιωμένοι άνδρες και γυναίκες, πολλοί κουβαλώντας παιδιά, βάδιζαν προς τη Βαλκανική, εγκαταλείποντας για πάντα τα σπίτια στα οποία κατοικούσαν για χρόνια. Κάποιοι φόρτωσαν τα οικιακά τους αντικείμενα σε καρότσια που σέρνανε βόδια. Τα περισσότερα τρένα στη Θράκη είχαν επιταχθεί από την ελληνική κυβέρνηση για τη μεταφορά στρατιωτών, οι οποίοι θα μετεπιβιβαστούν σε μεταγωγικά μόλις φτάσουν στα λιμάνια. Η Ραιδεστός στη χερσόνησο των Βαλκανίων είχε γεμίσει ασφυκτικά με πρόσφυγες. Οι βασανισμένοι και πεινασμένοι Έλληνες και Αρμένιοι περιμένουν κάποιο μέσο να τους μεταφέρει στην Ελλάδα. [Ε. Χ., από το άρθρο «Οι χριστιανοί αφήνουν τη Θράκη στους Τούρκους», 16-10-1922].

 


Έπειτα από μια ατελείωτη, κοπιαστική πορεία, ο χριστιανικός πληθυσμός της Θράκης πλημμυρίζει τους δρόμους που οδηγούν στη Μακεδονία. Το κυρίως σώμα της πομπής, που διασχίζει τον ποταμό Έβρο στην Αδριανούπολη, φτάνει τα 30 χιλιόμετρα. Τριάντα χιλιόμετρα με κάρα που τα σέρνουν βόδια, ταύροι και λασπωμένα βουβάλια, με εξουθενωμένους, κατάκοπους άνδρες, γυναίκες και παιδιά να περπατούν στα τυφλά κάτω από τη βροχή, με τα κεφάλια τους σκεπασμένα με κουβέρτες, πλάι σε όσα από τα αγαθά τους κατάφεραν να διασώσουν. Αυτό το κύριο σώμα της πομπής γεμίζει συνεχώς με κόσμο που καταφθάνει από τα βάθη της χώρας. Δεν ξέρουν πού πηγαίνουν. Μόλις άκουσαν ότι έρχονται οι Τούρκοι, εγκατέλειψαν τα αγροκτήματά τους, τα χωριά τους και τα θερισμένα χωράφια τους κι ενώθηκαν με το κύριο σώμα των προσφύγων. Τώρα, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να διατηρήσουν το βήμα τους σε αυτή την θλιβερή πομπή, ενώ καταλασπωμένοι άνδρες του ελληνικού ιππικού προσπαθούν να τους κρατήσουν μέσα στο κοπάδι, όπως οι βοσκοί που χτυπάνε τα βόδια τους με τη βίτσα. Πρόκειται για μια σιωπηλή πομπή. Δεν ακούγεται ούτε άχνα. Είναι το μόνο που μπορούν να κάνουν για να μην σταματήσει η κίνηση. […] Πάνω σε ένα από τα κάρα, ένας σύζυγος σκεπάζει μια έγκυο για να την προστατεύσει απ’ τη βροχή. Είναι η μοναδική που κάνει κάποιον θόρυβο. Η μικρή της κόρη την κοιτάει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή συνεχίζει την πορεία της. [Ε. Χ., από το άρθρο «Μια πομπή βυθισμένη στη σιωπή και τη θλίψη», 20-10-1922].

Όσο καιρό και αν πάρει έως ότου εσείς διαβάσετε αυτές τις γραμμές στη Star, μην έχετε καμιά αμφιβολία ότι η ίδια θλιβερή πομπή εξαθλιωμένων ανθρώπων που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους συνεχίζει να πλημμυρίζει τον λασπωμένο δρόμο σε μια ενιαία, ατελείωτη ανθρώπινη γραμμή. Χρειάζεται αρκετός χρόνος για να μετακινηθούν 250.000 άνθρωποι. […] Κι η Αδριανούπολη, όμως, δεν είναι ευχάριστο μέρος. Ο σταθμάρχης μού είπε ότι μόνο εκείνη τη μέρα είχε ήδη διώξει με κατεύθυνση τη δυτική Θράκη πενήντα επτά βαγόνια γεμάτα στρατιώτες που υποχωρούσαν. Στο μεταξύ, ολοένα και περισσότεροι στρατιώτες συγκεντρώνονταν στο σταθμό, αλλά δεν υπήρχε τρένο για να τους πάρει. [Ε. Χ., από το άρθρο «Πρόσφυγες από τη Θράκη», 14-11-1922].


 

 Καθώς γράφω, ο ελληνικός στρατός ξεκινάει την εκκένωση της ανατολικής Θράκης. Με τις αμερικάνικες στολές τους, που δεν τους μπαίνουν και πολύ καλά, βαδίζουν κατά μήκος της υπαίθρου, το ιππικό περιπολεί μπροστά, οι στρατιώτες παρελαύνουν σκυθρωπά, αλλά ενίοτε μας χαμογελούν, καθώς περνάμε μπροστά από τις παρατεταμένες φάλαγγες. Έχουν κόψει όλα τα σύρματα του τηλεγράφου πίσω τους. Τα βλέπεις να κρέμονται από τους στύλους σαν γαϊτανάκια. […] Όλη μέρα περνάω από δίπλα τους. Είναι βρόμικοι, κουρασμένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στην καφετιά, άγονη θρακική ύπαιθρο. Χωρίς μπάντες, χωρίς οργανώσεις αρωγής, τίποτα εκτός από ψείρες, βρόμικες κουβέρτες και κουνούπια τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από τη δόξα που ήταν κάποτε η Ελλάδα. Αυτό είναι το τέλος της δεύτερής τους πολιορκίας της Τροίας. [Ε. Χ., από το άρθρο «Η ελληνική εξέγερση», 3-11-1922].

Αυτή την ανταπόκριση ο Χέμινγουεϊ την είχε γράψει με το χέρι, ακουμπώντας σε ένα πεζούλι στον δρόμο προς την Αδριανούπολη. Λίγες ημέρες αργότερα επιβιβάστηκε και πάλι στο Όριεντ Εξπρές για να επιστρέψει στο Παρίσι.

Στις 12/25 Νοεμβρίου 1922 ο έλεγχος της ανατολικής Θράκης παραχωρήθηκε στην Τουρκία. Το σύνορο των δύο χωρών είναι πλέον ο ποταμός Έβρος.

 

Τα αποσπάσματα των ανταποκρίσεων προέρχονται από το βιβλίο: Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Με υπογραφή Χέμινγουεϊ. 1920-1922: Ιταλία, Βαλκάνια, Μικρασιατική Καταστροφή, Καστανιώτης, 2003 (Μετάφραση Κ. Καλογρούλης και Ηλ. Μαγκλίνης)

* Η Ανδρονίκη Χρυσάφη είναι ιστορικός